Το πραγματικό της όνομα ήταν Αννα Αντρέγεβνα Γκορένκο. Γεννήθηκε το 1889 και πέρασε το μεγαλύτερο κομμάτι της παιδικής της ηλικίας στην Αγία Πετρούπολη και τη γύρω περιοχή. Όταν άρχισε να γράφει ποίηση ο πατέρας της την ανάγκασε να υιοθετήσει ένα ψευδώνυμο, για να μη χαλάσει το καλό όνομα της οικογένειάς της ως «παρακμιακή ποιήτρια». Η Αννα διάλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε σε μία προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων, απόγονη του θρυλικού Τζένγκις Χαν. Το όνομα ακουγόταν ρομαντικό και μυστήριο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, υπογραμμίζοντας μια αίσθηση πεπρωμένου που είχε νιώσει η Αννα από πολύ νωρίς και που ποτέ δεν την εγκατέλειψε.
Η Άννα Αχμάτοβα θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και αναγνώριση με την πρώτη ποιητική συλλογή της που θα κυκλοφορήσει το 1912, και η ίδια η ποιήτρια “από ένα ντροπαλό, απλό κορίτσι, μετατράπηκε στη μεγαλοπρεπή, υπερήφανη και δεσποτική Αχμάτοβα”. Άλλωστε άρχισαν να εμφανίζονται διάφορες ποιήτριες οι οποίες μιμούνταν το ύφος της.
Το 1910 παντρεύεται τον Νικολάι Γκουμιλιόφ (και αυτός ήταν άνθρωπος των γραμμάτων), έπειτα από αρκετές προτάσεις γάμου από εκείνον και ανάλογες απορρίψεις από την ίδια. Μετά τον γάμο επισκέφθηκε με τον σύζυγό της το Παρίσι, όπου γνώρισε τον άσημο τότε ζωγράφο Μοντιλιάνι, ο οποίος της ζωγράφισε πολλά πορτρέτα και γυμνά σκίτσα...
Το 1913 θα γεννηθεί ο γιος της, ενώ η ίδια κάνει έντονη κοινωνική ζωή. Αναγνωρισμένη καλλονή, λατρεμένη ποιήτρια, ζει μέσα στη δόξα. Ζωγράφοι κάνουν τα πορτρέτα της, ποιητές της αφιερώνουν τους στίχους τους, θαυμαστές την λατρεύουν κυριολεκτικά. Και μάλιστα παντού την περιτριγυρίζουν μεγάλες ομάδες θαυμαστών. Την υμνούσαν όχι μόνο για το ταλέντο και το πνεύμα της, αλλά για την ομορφιά της.Kατά βάθος όμως την χαρακτήριζαν η μοναχικότητα και η θλίψη, όπως φαίνεται στο ποιήμα "Γιά τον κύριο Λοζίνσκι" :
Ατελείωτη είναι-η βαριά,κεχριμπαρένια μέρα!
Ανείπωτη θλίψη, άσκοπη αναμονή!
Και το αργυρομίληγο ελάφι, ξανά,
στο πάρκο των φώτων του Βορρά, ρεκάζει.
Και θαρρώ υπάρχει χιόνι παγερό
ένα φόντο γαλάζιο
για τούς άπορους και ασθενείς,
και η ορμητική ροή ενός μικρού έλκηθρου,
στον αρχαίο χτύπο απόμακρων καμπανών.
It’s endless – the heavy, amber day!
Impossible grief, pointless waiting!
And the silver-voiced deer, again,
in the Northern Lights’ park, belling.
And I think there’s cold snow
a blue font for the poor and ill,
and a little sledge’s headlong flow,
to the ancient chime of far-off bells
Ακολουθούν ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος και η Οκτωβριανή επανάσταση και πλέον η ποίησή της χαρακτηρίζεται “ως επιζήμια και εχθρική προς τη νέα τάξη πραγμάτων, αφού δεν υμνεί την εργασία, τη συλλογικότητα και τη μάχη για το φωτεινό μέλλον του κομμουνισμού”.Το 1921 συλλαμβάνεται και εκτελείται για αντεπαναστατική δράση ο σύζυγός της Νικολάι ενώ το 1925 θα μπει στη λίστα των απαγορευμένων λογοτεχνών και μέχρι το 1940 δεν θα μπορεί να δημοσιεύσει πουθενά. Εν τω μεταξύ μετά τον άνδρα της ,τους φίλους και γνωστούς της θα συλληφθεί και ο γιος της, ο οποίος θα καταδικαστεί σε θάνατο και τελικά θα περάσει πολλά χρόνια στις φυλακές. Σε μια επίσκεψή της στον γιο της, σε φυλακή του Λένινγκραντ, μια γυναίκα την πλησίασε και της είπε: “Αυτά εδώ μπορείτε να τα περιγράψετε;”. Η Αχμάτοβα απάντησε “Μπορώ”, και όπως αναφέρει: “Τότε κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ’ εκείνο που κάποτε ήταν το πρόσωπό της”. Το περιστατικό αυτό η Αχμάτοβα το έβαλε ως εισαγωγή της ποιητικής συλλογής “Ρέκβιεμ”,τα ποιήματα της οποίας η Αχμάτοβα για πολλά χρόνια δεν τολμούσε να τα γράψει σε χαρτί. Τα απομνημόνευε -τόσο η ίδια όσο και οι φίλοι της- και έτσι διαδίδονταν από στόμα σε στόμα, μέχρι να εκδοθούν πολλά χρόνια αργότερα, μετά και την οριστική αποφυλάκιση του γιου της το 1956.
Η Άννα Αχμάτοβα από το 1954 “έτυχε της συγγνώμης του καθεστώτος”. Όμως τα ποιήματα του “Ρέκβιεμ” αποτελούν μοναδικές, απέριττες ποιητικές ψηφίδες από το δράμα του ρωσικού λαού κατά τα χρόνια του σταλινισμού. Δείγμα γραφής:
Μήνες τώρα δεκαεφτά είναι
Που σε φωνάζω
Στο σπίτι πίσω να γυρίσεις.
Γονατιστή τον δήμιο παρακαλώ
Γιόκα μ’ εσύ την φρίκη να μη ζήσεις.
Μπλεγμένα όλα και θολά
Το κτήνος από την ανθρωπιά
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια,
Η εκτέλεση θ’ αργήσει;
Άνθη από την σκόνη πιo βαριά,
Του θυμιατού η αγκομαχιά
Τα βήματα στο πουθενά
Να συντροφεύουν θέλουν.
Από ψηλά κατάματα κοιτάζει
Και μ’ όλεθρο με απειλεί
Ένα πελώριο αστέρι.
It's been seventeen months now that
I keep calling you to return back home.
Down on my knees I beg the executioner
That you my son, won't be living the terror.
Everything seems tangly and dim
The beast from humaness
I can not identify no more,
The execution will delay?
Flowers heavier from dust
Gasping of the incense,
Steps out to nowhere
wish for partnership.
High above looks straight in the eye
And threatens me with catastrophe,
An enormous star.
Anna Akhmatova
(Biography in English : http://www.kirjasto.sci.fi/aakhma.htm )
No comments:
Post a Comment