Monday 18 March 2024

Γάτες Και Εσύ Και Εγώ - Cats And You And Me

 















οι Αιγύπτιοι λάτρευαν τις γάτες
συχνά ενταφιάζονταν μαζί τους
αντί μαζί με το παιδί
και ποτέ με σκύλο.
και τώρα
εδώ
καλοί άνθρωποι με
τις γατίσιες ψυχές
είναι πολύ λίγοι
ωστόσο εδώ και τώρα πολλές φίνες γάτες
με υπέροχο στυλ
περιφέρονται
στα σοκάκια
του σύμπαντος.
σχετικά
με τον καβγά μας σήμερα το βράδυ
ο,τι και να
αφορούσε
και
όσο
δυστυχείς
και
να μας έκανε
να νιώσουμε να θυμάσαι ότι
υπάρχει μια
γάτα
κάπου
που βολεύεται στο
χώρο της
με ήρεμη
άνεση.
με άλλα λόγια
η μαγεία επιμένει με
ή χωρίς εμάς
άσχετα πόσο
εμείς προσπαθούμε να
την καταστέψουμε
εγώ θα
κατέστρεφα και την τελευταία ευκαιρία που
μου απομένει
ώστε να συνεχίσει πάντα να
επιμένει.



...................




the Egyptians loved the cat
were often entombed with it
instead of with the child
and never with the dog.
and now
here
good people with
the souls of cats
are very few
yet here and now many
fine cats
with great style
lounge about
in the alleys of
the universe.
about
our argument tonight
whatever it was
about
and
no matter
how unhappy
it made us
feel
remember that
there is a
cat
somewhere
adjusting to the
space of itself
with a calm
and delightful
ease.
in other words
magic persists with
or without us
no matter how
we may try to
destroy it
and I would
destroy the last chance for
myself
that this might always
continue.





Charles Bukowski

Art :  Paul Klee "Cat & Bird"
μτφρ. στα Ελληνικά: Βαρβάρα Χατζησάββα

Λίγες Μέρες Δίχως Τα Μάτια Μου - A Few Days Without My Eyes






















Έζησα
-ανεπαρκώς-
λίγες μέρες δίχως τα μάτια μου.
Πώς να πει κανείς
την όψη
μιας ομορφιάς που αποθυμιέται;
Ξέχασα πώς είναι
να μπορώ να βλέπω
μακριά
έξω από το παράθυρο.
Δάκρυσα αφελώς
για τους απολεσθέντες ορίζοντες. 
Μου έλειψε η σιγουριά
των βημάτων
με αυτοπεποίθηση.
Την εκτυφλωτική ζαλάδα του ήλιου
αποζήτησα 
κι ας μην κατάφερα ποτέ πριν
να τον κοιτάξω πολλή ώρα
κατάματα.
Το φως του εκείνο,
που -σαν αλήθεια-
ώρες-ώρες
δεν αντέχεται, αδερφέ μου.
Νοστάλγησα
έναν περίπατο δίχως πρόσκληση.
Μια αδικαιολόγητη στάση δεξιά,
κάπου, με το αυτοκίνητο.
Τα δέντρα
-που μεταλλάσονται με τις εποχές-
κόντεψα να ξεχάσω
πόσο πολύ
μοιάζουν με τους ανθρώπους, 
που αλλάζουν σε κάθε χωρισμό:
δέρμα, σπλάχνα κι οσμή.
Τη μέρα λησμόνησα
και τη μορφή της,
πώς άραγε εκείνη φαντάζει
καθώς κατρακυλάει πρόθυμα
πίσω από κάποιο θλιμμένο βουνό,
ωσότου πέσει για ύπνο ξέπνοη.
Κι όταν τα βρήκα τα μάτια μου
πάλι,
και τ' άνοιξα με μια λαχτάρα
κρυφά παράλογη,
ήταν σκληρό το φέρσιμο του ήλιου, 
κι απότομο.
Κι ήτανε, λες, το σκοτάδι, 
αυτό που είχε γίνει
τώρα 
συνήθεια απαράβλεπτη.



..............




I Lived
-not enough-
for a few days without my eyes.
How can one say
the view
of a beauty that is desired?
I forgot what it's like
to be able to look out
the window far away.
I cried naively
for the lost horizons.
I lacked security
of confident steps.
I asked for
the blinding dizziness of the sun
even though I never made it before
to stare at him for long 
face to face.
That light 
of his -as a matter of fact-
sometimes
is intolerable, my brother.
I really missed
a walk without invitation.
An unjustified pull over
off the road, somewhere.
The trees
-transforming with the seasons-
I almost forgot
how much
they look like people
changing at each separation:
skin, guts and smell.
I forgot the daylight
and its form,
how does it seem
tumbling down willingly
behind some sad mountain,
until it falls asleep breathless.
And when I found my eyes
again,
and opened them with a longing
secretly irrational,
the sun's behaviour was tough
and steep.
And it was, like, darkness,
had become
now
a remarkable habit.




Vicky Mirotsou


Sunday 17 March 2024

Τρυφερότητα - Tendresse





























Η καρδιά μου χτυπά με τα φτερά της μόνο
Δεν είμαι πιο μακριά απ' ότι η φυλακή μου
Ω φίλοι μου χαμένοι πίσω απ' τον ορίζοντα
Μονάχα την δική σας κρυμμένη ζωή αφουγκράζομαι
Υπάρχει ο χρόνος τυλιγμένος κατω απ' τις πτυχές του θόλου
Κι όλες οι αναμνήσεις που περάσαν απαρατήρητες
Δεν μένει παρά να χαιρετήσω τον αέρα που προς εσάς κινά
Που θα χαιδέψει τα δικά σας πρόσωπα
Να κλείσω την πόρτα στους βραδινούς ψιθύρους
Και να κοιμηθώ κάτω απ' την νύχτα που πνίγει το διάστημα
Δίχως σκέψη να φύγω
Ποτέ να μη σας ξαναδώ
Φίλοι έγκλειστοι μες στον καθρέφτη
Αντανακλάσεις της αγάπης μου ανάμεσα στα βήματα βαλμένες

Μορφασμοί του ήλιου μες στα μάτια που σβήνουν
Πίσω απ' την φωτεινότερη φόδρα των σύννεφων
Μοίρα μου πλασμένη με φόβους και ψέμματα
Επιθυμία μου αποκομμένη από το πλήθος
Όλα οσα ξέχασα μες στην πρωινή ελπίδα
Όσα εμπιστεύτηκα στων χεριών μου την σύνεση
Τα όνειρα που μόλις φτιάχτηκαν χαλάστηκαν
Τα πιο ωραία ερείπια σχεδίων χωρίς αναχωρήσεις
Υπό τις λάμες του παρόντος χρόνου που μας αποδεκατίζουν
Τα κεφάλια ορθωμένα μπρος στα μαύρα πρανή
Μεθυσμένα από τις μυρωδιές απ' όλα τα πλάτη της γης
Υπό το πάθος του ανέμου καθώς στριφώνεται

Με κάθε γραμμή των στροφών
Δεν έχω πια φως αρκετό
Ο θάνατος μού γρατζουνά το μέτωπο
Κι η ίδια ύλη
Βαραίνει προς το απόβραδο γύρω από το κουράγιο μου
Αλλά πάντα το ξύπνημα πιο φωτεινό μέσα στην φλόγα των αντικατοπτρισμών του.



......................



Mon cœur ne bat que par ses ailes
Je ne suis pas plus loin que ma prison
Ô mes amis perdus derrière l’horizon
Ce n’est que votre vie cachée que j’écoute
Il y a le temps roulé sous les plis de la voûte
Et tous les souvenirs passés inaperçus
Il n’y a qu’à saluer le vent qui part vers vous
Qui caressera vos visages
Fermer la porte aux murmures du soir
Et dormir sous la nuit qui étouffe l’espace
Sans penser à partir
Ne jamais vous revoir
Amis enfermés dans la glace
Reflets de mon amour glissés entre les pas

Grimaces du soleil dans les yeux qui s’effacent
Derrière la doublure plus claire des nuages
Ma destinée pétrie de peurs et de mensonges
Mon désir retranché du nombre
Tout ce que j’ai oublié dans l’espoir du matin
Ce que j’ai confié à la prudence de mes mains
Les rêves à peine construits et détruits
Les plus belles ruines des projets sans départs
Sous les lames du temps présent qui nous déciment
Les têtes redressées contre les talus noirs
Grisées par les odeurs du large de la terre
Sous le fougue du vent qui s’ourle

A chaque ligne des tournants
Je n’ai plus assez de lumière

Assez de peau assez de sang
La mort gratte mon front

Et la même matière

S’alourdit vers le soir autour de mon courage
Mais toujours le réveil plus clair dans la flamme de ses mirages.





Pierre Reverdy

[Μτφρ. στα ελληνικά: Παναγιώτης Ιωαννίδης]

Monday 11 March 2024

Soul Kitchen


























[Let me sleep all night, 
in your soul kitchen/
Warm my mind near 
your gentle stove/
Turn me out and 
I’ll wander baby/
Stumbling in 
the neon groves]


Πάντα 
επιστρέφει. 
Όχι απαραίτητα 
σαν αγαπημένη 
Αίσθησις. 

Με την πρώτη 
χαραμάδα φωτός 
τρυπώνει ξανά 
στη-λέμε τώρα-
ασφαλή θυρίδα 
που χω φυλάξει
το κλειδί.

Πάντα 
επιστρέφει.  
Σαν λάθος που 
θεώρησε σωστό 
να με δικάζει
στο επέκεινα.

Ήταν η μόνη γυναίκα 
που δεν γούσταρε
Doors και λουλούδια
ταυτόχρονα, αδιανόητο!
Γι αυτό και μόνο,
έπρεπε να την χώριζα 
από την πρώτη στιγμή.




……




She always 
Comes back. 
Not necessarily as 
a beloved sensation.

By the first 
crack of light 
she burrows again
into the -allegedly-
safe deposit box
where I have kept
the key.

She always
Comes back.
Like a mistake
assuming it's right
to judge me
to eternity.

She was the only one
who did not like
Doors and flowers
at the same time, 
how unimaginable!
For this thing alone
I should 've broken up with her 
from the very first moment.




Panos Xourafas

Friday 8 March 2024

Το Ταξίδι - The Journey


























Ο Μάιλς περίμενε στην αποβάθρα,
με την τρομπέτα του σε τσάντα πλαστική.

Η κυρία ήταν ψυχρή-
άνεμος μαστίγωνε τις γαρδένιες
που έκλεψα για τα μαλλιά της.

Σε άθλια κατάσταση και οι τρεις.

Κανείς δεν ερχόταν έτσι ξεκίνησα να κοπηλατώ.

Δυσκολευόμουν-
στάσιμα νερά, μαιανδρική ροή...

Η πόλη στέναζε και σιγόβραζε.
Κονσερβοκούτια στις όχθες σαν χειροπέδες...

Να 'μαστε, στα ανοιχτά...

Μα ο Μάιλς έβγαλε το κόρνο του 
και έπαιξε.
Η κυρία τραγούδησε.

Ένα αργό παραδοσιακό μπλουζ.

Το ρέμα μας πήρε-
κόρνο, φωνή, ο ήχος του νερού λάμνοντας...

Δεν ξέρω πόσο καιρό αρμενίζαμε-

το σκαρί μας γεμάτο μουσική,
η νύχτα γεμάτη άστρα.

Όταν ξύπνησα μπαίναμε στον ωκεανό,
ο ήλιος χαμηλά στο νερό
ζεστός σαν λαιμός,
χρυσός σαν τρομπέτα.

Κλάψαμε.

Ύστερα εκτιναχθήκαμε μ' έναν ύμνο.

Ποτέ μου δεν υπήρξα τόσο ευτυχισμένος.



................




Miles was waiting on the dock,
his trumpet in a paper bag.

Lady was cold—
wind lashed the gardenias
I stole for her hair.

We were shabby, the three of us.

No one was coming so I started to row.

It was hard going—
stagnant, meandering...

The city moaned and smoldered.
Tin cans on the banks like shackles...

To be discovered, in the open...

But Miles took out his horn
and played.
Lady sang.

A slow traditional blues.

The current caught us—
horn, voice, oar stroking water...

I don't know how long we floated—

our craft so full of music,
the night so full of stars.

When I awoke we were entering an ocean,
sun low on water
warm as a throat,
gold as a trumpet.

We wept.

Then soared in a spiritual.

Never have I been so happy.





Lawson Fusao Inada


_Απόδοση στα ελληνικά: 
Χρίστος Αγγελακόπουλος

Tuesday 27 February 2024

Παραίσθηση - Illusion




























Σαν γιαπωνέζικη γαλάζια μπίρα 
Παράξενη τούτη η θάλασσα.

Σε κάθε άφρισμα στα χείλη της 
Ανοίγει χρυσαλλίδα διάφανη 

Στη λασπερή αμμουδιά εμπρός σου,
Είναι η γκέισα με τα μαλλιά τα σκοτερά

Και το σχιστό πυρπολημένο βλέμμα 
Αυτό που κόβει πιο πολύ κι από κατάνα.
 
Αν κάνεις την μορφή της ν´αρνηθείς 
Προτού στο βάθος του ορίζοντα χαθεί 

Θα σου χαρίσει τη δόξα της την πρωινή 
Σε μια μποτίλια απ’το μέλλον βουλωμένη.



.........



Like a Japanese blue beer
This sea is peculiar.

At every foam on her lips
A transparent chrysalis opens

On the muddy beach before you,
Behold the geisha with dark hair

And the burning slitty gaze
Which is edgier than a katana.

If you try to deny her figure, before
getting lost in the depths of the horizon

She will grant her morning glory to you
Inside a sealed bottle from the future. 





Panagiotis Xourafas

Sunday 25 February 2024

Τι Είναι Σπίτι; - What Is Home?

















Τι είναι σπίτι: 
είναι η σκιά των δέντρων στο δρόμο για το σχολείο 
προτού αυτά ξεριζωθούν. 
Είναι των παππούδων μου η ασπρόμαυρη γαμήλια 
φωτογραφία πριν να γκρεμιστούν οι τοίχοι. 
Είναι το χαλί προσευχής του θείου μου, όπου δεκάδες μυρμήγκια 
κοιμήθηκαν τις παγερές νύχτες, πριν το λεηλατήσουν 
και το βάλουν σε μουσείο. 
Είναι ο φούρνος που η μάνα μου έψηνε ψωμί 
και κοτόπουλο πριν μια βόμβα μετατρέψει το σπίτι μας 
σε στάχτες. 
Είναι η καφετέρια που έβλεπα αγώνες ποδοσφαίρου 
και έπαιζα-

Το παιδί μου με διακόπτει: μια λέξη με πέντε γράμματα 
μπορεί να τα περιέχει όλα αυτά;


 .......


What is home: 
it is the shade of trees on my way to school
    before they were uprooted.
It is my grandparents’ black-and-white wedding 
    photo before the walls crumbled. 
It is my uncle’s prayer rug, where dozens of ants
   slept on wintry nights, before it was looted and 
   put in a museum. 
It is the oven my mother used to bake bread and 
   roast chicken before a bomb reduced our house 
   to ashes. 
It is the café where I watched football matches
   and played—

My child stops me: Can a four-letter word hold
   all of these? 



Mosab Abu Toha