Στήν πλατφόρμα,στις άσβεστες
πατημασιές του Πάστερνακ,
αφήνοντας πίσω το δικό σου ίχνος,
γιά μιά στιγμή στέκεσαι μαζί μου
κι'αποχαιρετάς
Οκτάχρονη ποιήτρια.
Δεν κατανοώ την καταγωγή σου,
ή από ποιού είδους βροχή προέρχεσαι.
Φτιαγμένη σ' ένα κενό σχεδόν, Νίκα,
χωρίζεις τη βροχή μ' ένα απλό βλέμμα.
Απλά έπαψες να σαι παιδί,
φλεγόμενο, βασανίζοντας τον εαυτό σου.
Με το που έμαθες να στέκεσαι,
πέταξες το θήλαστρο στην φωτιά.
Μιά μυστική μικρή βασίλισσα
εσύ και το στέμμα σου έχουν γίνει ένα.
Κάθε αρρώστια που χεις ξεπεράσει
είναι ένα βαρύ κόσμημα στην τιάρα σου.
Φοβάμαι οτι ξαφνικά θα διαλυθείς,
και το αόρατο δαχτυλίδι
του πρόσφατα σφυρηλατημένου λευκοπυρωμένου στέμματος,
θα φλογίσει τους παιδιάστικους χτύπους σου.
Ένα μολύβι στα δάχτυλα σου είναι πιό βαρύ από ένα σκήπτρο-
το τεφτέρι σου έχει σελίδες από σίδερο.
Άν ένα χάσμα ανοίξει στά πόδια σου,
δεν έχεις να χάσεις τίποτε άλλο από τα παιδικάτα σου.
Να είναι αυτή η σωτηρία μας από την έλλειψη των ποιητών
όταν τα παιδιά σαν από γκρεμό,
πηδούν απευθείας προς την ποιητική άβυσσο,
γιά να γεμίσουν έτσι το κενό;
Αν οι μεγάλοι φοβούνται αυτή την ασχολία,
τα παιδιά θα τους εκδικηθούν.
Θα φέρει ένα βρεφοκομείο μπροστά έναν Όμηρο,
καί ένα νηπιαγωγείο έναν Σαίξπηρ;
Τα παιδιά είναι κρυφοί ενήλικες. Αυτό πονάει.
Κρυφά είμαστε όλοι μας παιδιά,
και δεν θά μεγαλώσουμε ποτέ τελείως,
γιατί φοβούμαστε το παιδί μέσα μας.
Στην πλατφόρμα,στα αέναα ίχνη του Πάστερνακ,
αφήνοντας πίσω την δική σου πατημασιά,
στενάζεις στεναγμό βαθύ μέσα σου,
Οκτάχρονη ποιήτρια.
Μ'ενα ξέσπασμα, πηδάς και τρέχεις στην πλατφόρμα,
πετώντας με μιά κοριτσίστικη τέρψη,
μα σαν σκοντάψεις στό πεσμένο σου στέμμα,
δεν είσαι παιδί πιά.
Kαι από τη σκάλα επιβίβασης με καλούν τα μάτια σου,
σε μιά ζωή όπου δεν υπάρχει ηλικία.
Σ' αποχαιρετώ! Είναι πολύ αργά γιά μένα πιά να ανέβω στο τρένο σου,
Οκτάχρονη ποιήτρια.
...................................................................
On the platform, in Pasternak’s unerased footprints,/ leaving behind your own print,
you stand a moment with me in farewell,/ eight-year-old poet.
I can’t understand your origins/ or from which kind of rain you come.
Created almost in a vacuum, Nika, / you part the rain with a mere glance.
You simply stopped being a child,/ burning, tormenting yourself. / As soon as you learned to stand,
you spat your pacifier into the fire.// A secret little queen,/ you and your crown have grown into one.
Each illness you’ve survived / is a heavy jewel in your tiara./ I fear that you will suddenly shatter,
and the invisible ring / of the freshly forged white-hot crown / will scorch your childish bangs.
A pencil in your fingers is heavier than a scepter; / your notebook has iron pages.
If a chasm opens at your feet, / you have nothing to lose but your childhood.
Might this be our salvation from a lack of poets,/ when children as if from a cliff
leap directly into the poetry-abyss / to fill up the gap? / If elders fear this profession,
children will avenge them. / Will a nursery bring forth a Homer / and kindergarten a Shakespeare?
Children are secret grown-ups. This torments. / All of us are secret children,
and we’ll never grow up completely, / because we fear the children within.
On the platform, in Pasternak’s eternal footprints, / leaving behind your own print,
you sigh a deep moan inside, / eight-year-old poet, // With a burst you skip and run down the platform,
flying with girlish delight, / but when you stumble on your dropped crown / you are no longer a child.
And from the foot-board your eyes call me / into a life where there is no age.
Farewell! It’s too late for me to jump on your train,
Εight-year-old poet.
Poetry : Yevgeny YevtushenkoGreek Translation : Panagiotis XourafasEnglish Translation : Albert C. Todd
πατημασιές του Πάστερνακ,
αφήνοντας πίσω το δικό σου ίχνος,
γιά μιά στιγμή στέκεσαι μαζί μου
κι'αποχαιρετάς
Οκτάχρονη ποιήτρια.
Δεν κατανοώ την καταγωγή σου,
ή από ποιού είδους βροχή προέρχεσαι.
Φτιαγμένη σ' ένα κενό σχεδόν, Νίκα,
χωρίζεις τη βροχή μ' ένα απλό βλέμμα.
Απλά έπαψες να σαι παιδί,
φλεγόμενο, βασανίζοντας τον εαυτό σου.
Με το που έμαθες να στέκεσαι,
πέταξες το θήλαστρο στην φωτιά.
Μιά μυστική μικρή βασίλισσα
εσύ και το στέμμα σου έχουν γίνει ένα.
Κάθε αρρώστια που χεις ξεπεράσει
είναι ένα βαρύ κόσμημα στην τιάρα σου.
Φοβάμαι οτι ξαφνικά θα διαλυθείς,
και το αόρατο δαχτυλίδι
του πρόσφατα σφυρηλατημένου λευκοπυρωμένου στέμματος,
θα φλογίσει τους παιδιάστικους χτύπους σου.
Ένα μολύβι στα δάχτυλα σου είναι πιό βαρύ από ένα σκήπτρο-
το τεφτέρι σου έχει σελίδες από σίδερο.
Άν ένα χάσμα ανοίξει στά πόδια σου,
δεν έχεις να χάσεις τίποτε άλλο από τα παιδικάτα σου.
Να είναι αυτή η σωτηρία μας από την έλλειψη των ποιητών
όταν τα παιδιά σαν από γκρεμό,
πηδούν απευθείας προς την ποιητική άβυσσο,
γιά να γεμίσουν έτσι το κενό;
Αν οι μεγάλοι φοβούνται αυτή την ασχολία,
τα παιδιά θα τους εκδικηθούν.
Θα φέρει ένα βρεφοκομείο μπροστά έναν Όμηρο,
καί ένα νηπιαγωγείο έναν Σαίξπηρ;
Τα παιδιά είναι κρυφοί ενήλικες. Αυτό πονάει.
Κρυφά είμαστε όλοι μας παιδιά,
και δεν θά μεγαλώσουμε ποτέ τελείως,
γιατί φοβούμαστε το παιδί μέσα μας.
Στην πλατφόρμα,στα αέναα ίχνη του Πάστερνακ,
αφήνοντας πίσω την δική σου πατημασιά,
στενάζεις στεναγμό βαθύ μέσα σου,
Οκτάχρονη ποιήτρια.
Μ'ενα ξέσπασμα, πηδάς και τρέχεις στην πλατφόρμα,
πετώντας με μιά κοριτσίστικη τέρψη,
μα σαν σκοντάψεις στό πεσμένο σου στέμμα,
δεν είσαι παιδί πιά.
Kαι από τη σκάλα επιβίβασης με καλούν τα μάτια σου,
σε μιά ζωή όπου δεν υπάρχει ηλικία.
Σ' αποχαιρετώ! Είναι πολύ αργά γιά μένα πιά να ανέβω στο τρένο σου,
Οκτάχρονη ποιήτρια.
...................................................................
On the platform, in Pasternak’s unerased footprints,/ leaving behind your own print,
you stand a moment with me in farewell,/ eight-year-old poet.
I can’t understand your origins/ or from which kind of rain you come.
Created almost in a vacuum, Nika, / you part the rain with a mere glance.
You simply stopped being a child,/ burning, tormenting yourself. / As soon as you learned to stand,
you spat your pacifier into the fire.// A secret little queen,/ you and your crown have grown into one.
Each illness you’ve survived / is a heavy jewel in your tiara./ I fear that you will suddenly shatter,
and the invisible ring / of the freshly forged white-hot crown / will scorch your childish bangs.
A pencil in your fingers is heavier than a scepter; / your notebook has iron pages.
If a chasm opens at your feet, / you have nothing to lose but your childhood.
Might this be our salvation from a lack of poets,/ when children as if from a cliff
leap directly into the poetry-abyss / to fill up the gap? / If elders fear this profession,
children will avenge them. / Will a nursery bring forth a Homer / and kindergarten a Shakespeare?
Children are secret grown-ups. This torments. / All of us are secret children,
and we’ll never grow up completely, / because we fear the children within.
On the platform, in Pasternak’s eternal footprints, / leaving behind your own print,
you sigh a deep moan inside, / eight-year-old poet, // With a burst you skip and run down the platform,
flying with girlish delight, / but when you stumble on your dropped crown / you are no longer a child.
And from the foot-board your eyes call me / into a life where there is no age.
Farewell! It’s too late for me to jump on your train,
Εight-year-old poet.
Poetry : Yevgeny YevtushenkoGreek Translation : Panagiotis XourafasEnglish Translation : Albert C. Todd
No comments:
Post a Comment