Friday, 7 August 2009

Οδυσσέας Και Σειρήνες - Odysseus And Sirens

Tότε είπα με βαρειά καρδιά
στους φίλους μου συντρόφους·

«Καλό δεν είναι, φίλοι μου,
να ξέρη ένας μονάχα

ή δυό, τα λόγια τα ιερά που
μού 'πε η θεία Κίρκη·
μόνε τα κρένω
και σ' εσάς, να ξέρουμε αν θα βρούμε

ζωή, ή αν θα ξεφύγουμε
τη μοίρα του θανάτου.

Πρώτα, να φεύγω απ' τη φωνή
τώ φοβερώ Σειρήνων

κι από τ' ανθολιβάδια τους,
παράγγειλε μου η Κίρκη.

Κι εγώ μονάχος, είπε μου,
ν' ακούσω τη φωνή τους·

στου καταρτιού τη ρίζα εσείς δέστε με τώρα ολόρθο,
και καλοσφίξτε τώ σκοινιών τις άκρες στο κατάρτι,
γερά κρατώντας με, κι εγώ σα λέω να με ξελύστε,
εσείς ακόμα πιο σφιχτά να δένετε τους κόμπους.»
Εκεί που αυτά τους έλεγα και τους καλοξηγούσα,
στώ δυό Σειρήνων το νησί τ' ώριο καράβι φτάνει,
που ο πρύμος το γοργόσπρωχνε. Κι αμέσως καταπέφτει
τ' αγέρι, κι έρχεται λαμπρή στη θάλασσα γαλήνη,
σαν κάποιος ν' αποκοίμισε θεός τα κύματά της.
Τότες αυτοί σηκώθηκαν και τα πανιά διπλώσαν,
μες στο καράβι τά 'θεσαν, κι αράδα καθισμένοι,
με τα καλόξυστα κουπιά τις θάλασσες ασπρίζαν·
Λιανίζω εγώ τροχό κερί με κοφτερό μαχαίρι,
και με τ' αντρειωμένα μου το καλοσφίγγω χέρια.
Και το κερί το ζέσταινε η μεγάλη δύναμη μου,
κι ο Ήλιος ο Υπερίονας με τις θερμές του αχτίδες·
αράδα τότες έφραξα τ' αυτιά τους ολωνώνε,
κι εκείνοι χεροπόδαρα με δέσανε στο πλοίο
ολόρθο, και καλόσφιξαν τις άκρες στο κατάρτι·
και τον αστραφτερό γιαλό με τα κουπιά βαρούσαν.
Σαν ήρθαμε τόσο κοντά που ακούγεται αν φωνάξης,
γοργά τραβώντας, τό 'νιωσαν αυτές του καραβιού μας
το διάβα, και μας σύρανε ψιλόφωνο τραγούδι·
«Έλα, καμάρι των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα,
το πλοίο σου κράτα, τη γλυκειά φωνή μας για ν' ακούσης,
Δεν πέρασε απ' εδώ κανείς με μελανό καράβι,
χωρίς ν' ακούση από κοντά το γλυκολάλημά μας,
παρά μισεύει χαίροντας που έμαθε κι άλλα ακόμα,
τι ξέρουμε όσα τράβηξαν μες στην πλατειά Τρωάδα
και Τρωαδίτες κι Αχαιοί, καθώς οι θεοί τα ορίσαν,
και ξέρουμε όσα γίνουνται στη γης την πολυθρόφα.»
Αυτά μας γλυκολάλησαν κι εγώ όλο λαχταρούσα
ν' ακούσω, και τους έγνεφα τους άλλους να με λύσουν·
μα εκείνοι πέσαν στο κουπί κι ομπρός γοργοτραβούσαν.
Κι ο Ευρύλοχος σηκώθηκε μαζί κι ο Περιμήδης
και με δεσμά περσότερα με δέναν και με σφίγγαν.
Και σαν τις προσπεράσαμε, και πια μήτ' η λαλιά τους
και μήτε τα τραγούδια τους κοντά μας δεν ερχόνταν,
έβγαλαν τότες το κερί οι αγαπημένοι φίλοι,
που εγώ στ' αυτιά τους άλειψα, κι απ' τα δεσμά με λύσαν.
................................................
'Then I spake among my company with a heavy heart: "Friends, forasmuch as it is not well that one or two alone should know of the oracles that Circe, the fair goddess, spake unto me, therefore will I declare them, that with foreknowledge we may die, or haply shunning death and destiny escape. First she bade us avoid the sound of the voice of the wondrous Sirens, and their field of flowers, and me only she bade listen to their voices. So bind ye me in a hard bond, that I may abide unmoved in my place, upright in the mast-stead, and from the mast let rope-ends be tied, and if I beseech and bid you to set me free, then do ye straiten me with yet more bonds."
'Thus I rehearsed these things one and all, and declared them to my company. Meanwhile our good ship quickly came to the island of the Sirens twain, for a gentle breeze sped her on her way. Then straightway the wind ceased, and lo, there was a windless calm, and some god lulled the waves. Then my company rose up and drew in the ship's sails, and stowed them in the hold of the ship, while they sat at the oars and whitened the water with their polished pine blades. But I with my sharp sword cleft in pieces a great circle of wax, and with my strong hands kneaded it. And soon the wax grew warm, for that my great might constrained it, and the beam of the lord Helios, son of Hyperion. And I anointed therewith the ears of all my men in their order, and in the ship they bound me hand and foot upright in the mast-stead, and from the mast they fastened rope-ends and themselves sat down, and smote the grey sea water with their oars. But when the ship was within the sound of a man's shout from the land, we fleeing swiftly on our way, the Sirens espied the swift ship speeding toward them, and they raised their clear-toned song:
'"Hither, come hither, renowned Odysseus, great glory of the Achaeans, here stay thy barque, that thou mayest listen to the voice of us twain. For none hath ever driven by this way in his black ship, till he hath heard from our lips the voice sweet as the honeycomb, and hath had joy thereof and gone on his way the wiser. For lo, we know all things, all the travail that in wide Troy-land the Argives and Trojans bare by the gods' designs, yea, and we know all that shall hereafter be upon the fruitful earth." 'So spake they uttering a sweet voice, and my heart was fain to listen, and I bade my company unbind me, nodding at them with a frown, but they bent to their oars and rowed on. Then straight uprose Perimedes and Eurylochus and bound me with more cords and straitened me yet the more. Now when we had driven past them, nor heard we any longer the sound of the Sirens or their song, forthwith my dear company took away the wax wherewith I had anointed their ears and loosed me from my bonds.


Homer

(Odyssey, Rhapsody 12,
Verses 154-200)

Rhapsody 12 in Ancient Greek available in :
http://www.mikrosapoplous.gr/homer/odm12.htm

No comments: