Thursday 24 September 2009

Η Μαρίνα των Βράχων - Marina Of The Rocks


Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
- Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας
και της θάλασσας

Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου
πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας

Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές
τα δυοσμαρίνια


- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του

μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων

Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη

Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς
τους κόλπους με τα βότσαλα
Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά
ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε

Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου
λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα
ως τη διαύγεια των βυθών
Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Ακουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος

Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Η για να πας καβάλα στο μαϊστρο

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
...............................

You have a taste of tempest on the lips -But where have you been?
All day long on the tough reverie of stone and sea
An eagle carrying wind uncased the hills
Uncased your desire to the bone
And the pupils of your eyes took the baton of Chimera
Quivering the memory with foam!
Where is the usual acclivity of short September
On the red soil you played gazing down
the deep broad bean fields of the other girls
The corners where your friends laid armfuls of rosemaries

-But where have you been?

All night long the tough reverie of stone and sea
I told you in the naked water to count up its radiant days
Laying supinely to take delight in the aurora of things
Or then again, to stroll on yellow plains
With a clover of light on your chest, an iambus heroine.


You have a taste of tempest on the lips
And a dress red as blood
Deep in the gold of the summer
And perfume of jacinth-But where have you been?


Going down the seasides the coasts full of pebbles
A cold and salty seaweed was there,
But deeper, a human emotion bleeding
And you opened your arms surprised, saying his name
Going up slightly to the clarity of the depths
Where your own starfish floated.

Listen, speech is old age's wisdom
And time fiery sculptor of men
And the sun hanging over as a beast of hope
And you, closer to it ,tighten some love
Having a bitter taste of tempest on the lips.

It isn't for you -azurre to the bone- to think of another summer
For rivers to change flume
And take you back to their mother,
To kiss again other cherry trees
Or go riding the mistral wind

Standing on the rocks with no yesterday and no tomorrow,
On the rocks dangers by the storm's comb
You will take farewell of your riddle.

Odysseas Elytis

No comments: