Ο Tιθωνός κατά την μυθολογία ήταν γιος του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα και της Στρυμούς.Τον αγάπησε η Ηώς, και οι θεοί του χάρισαν την αθανασία αλλά όχι και την αιώνια νεότητα. Η Ηώς (αρχ. Έως ή Αύως), η Αουρόρα των Λατίνων, στην μυθολογία ήταν η θεότητα-προσωποποίηση της αυγής, κόρη του Τιτάνα Υπερίωνα και της Τιτανίδας Θείας, και επομένως αδελφή του Ήλιου, του οποίου προηγείται κάθε μέρα στο ουράνιο ταξίδι του, και της Σελήνης.Η θεότητα αυτή κατά την μυθολογία ήταν καθημερινή πρόδρομος του Ήλιου στον οποίον και άνοιγε κάθε αυγή με τα ρόδινα χέρια της τη «Θύρα της Ανατολής». Έπειτα στεφανοφορούταν με άνθη που την εφοδίαζαν πτηνά και με πολύπτυχο πέπλο ανέβαινε στο τέθριππο άρμα της ρίχνοντας άνθη και με υδρίες σκορπούσε ροδόσταμο στη Γη («πρωινή δρόσος»), της οποίας οι σταγόνες άστραπταν σαν διαμάντια στις πρώτες ακτίνες του Ήλιου που ακολουθούσε αυτήν.
Πίσω στην ιστορία μας όμως, η Ηώς απήγαγε τον Τιθωνό μαζί με τον Γανυμήδη, κατά μία εκδοχή, για να τους καταστήσει εραστές της. Ο Τιθωνός και η Ηώς απέκτησαν μαζί δύο τέκνα, τον Μέμνονα και τον Ημαθίωνα. Ωστόσο, όταν ο Δίας κράτησε τον Γανυμήδη για τον εαυτό του, η Ηώς τον παρεκάλεσε να κάνει τον Τιθωνό αθάνατο, αλλά ξέχασε να του ζητήσει να τον διατηρήσει και νέο. Ο Τιθωνός λοιπόν έφθασε σε έσχατο γήρας, κι έτσι η Ηώς, που ως θεά ήταν και αθάνατη και αιώνια στην ίδια ηλικία, δεν μπορούσε πια να τον βλέπει. Τότε οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζαρωμένο έντομο που απλώς μιλά ακατάπαυστα, ανίκανο για νεανική δράση: το έντομο αυτό είναι ο Τζίτζικας.
Ενα νέο, άγνωστο ποίημα της Σαπφούς , που αναφέρεται στην ιστορία του Τιθωνού και της Ηούς, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά την Παρασκευή 24 Ιουνίου 2005 , στο περιοδικό «Times Literary Supplement». Το αποκατέστησε ο μεταφραστής αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης Martin West. Το ποίημα αυτό είναι το τέταρτο ολικά διασωθέν της μεγάλης Λεσβίας:
Στις Mούσες με τα βιολετιά ενδύματα, νιές μου να ενδώσετε,
στούς ήχους της χελωνόκαυκης λύρας να δοθείτε τoυς γλαυκούς
Όσο για μενα,δροσάτο, λυγερό ήταν το κορμί μου, πάνε χρόνια
Τώρα με κυρίεψαν τα γηρατειά, κι ασπρίσαν τα κατάμαυρα μαλλιά μου
Βαριά η καρδιά μου, ασήκωγη· πια τα πόδια μου δεν με σηκώνουνε,
κι ας σέρναν τότε ανάλαφρα χορό σαν ελαφάκια σβέλτα.
Θρηνώ κι αναστενάζω. Aλλά, προς τι;Τίποτα δεν αλλάζει.
Κανείς που να γεννήθηκε θνητός δεν νίκησε το γήρας.
Λένε πως κάποτε η Hώς η ροδοδάχτυλη έκλεψε τον Tιθωνό,
κι' έτσι στα πέρατα του κόσμου ο έρωτάς της τον οδήγησε.
Όμορφος ήταν. Λάμπαν τα νιάτα του. Μόνο που ο χρόνος έφερε
τα γκρίζα γηρατειά και τον σπαράξανε,κι' ας ήταν η συμβία του απέθαντη.
Chase after the gifts of the purple-robed Muses, you girls, so young,
And the clear shrill tones of the tortoise-shell lyre which loves your song.
As for me, this body, once tender and smooth, is now grasped tight
by Old Age, and my hair, once lovely and dark, has turned to white.
My heart is made heavy, my knees no longer bear the load,
though they danced light-footed as nimble fawns in days of old.
These things I sigh for and lament, but nothing can be done.
No one, having been born a human, remains eternally young.
They say Tithonus was kidnapped by Eos, goddess of the rosy arms,
Who, overcome by love's desire, traversed Earth's ends and beyond,
He being young and handsome then-yet in the course of time
Gray-haired Age caught up with him, despite his deathless wife.
(Story of the poem in English: http://www1.union.edu/wareht/story.html)
Poetry : SapphoΑπόδοση στα Νέα Ελληνικά: Panagiotis Xourafas
1 comment:
Within the circumstance within your guitar or bass, the
hurt will almost certainly come in the kind of warping.
My page - apex dumbbell rack
Post a Comment