Κτυπώ την πόρτα τής πέτρας.
Είμαι εγώ,άσε με να μπώ μέσα.
Θέλω να εισδύσω στό εσωτερικό σου
να κοιτάξω τριγύρω
να σε αναπνεύσω σαν τον αέρα.
-Φύγε,είπε η πέτρα,
είμαι ερμητικά κλειστή.
Ακόμα καί θρυμματισμένες σε κομμάτια
θα είμαστε ερμητικά κλειστές.
Ακόμα καί τριμμένες σε άμμο
δεν θ'αφήσουμε κανένα να μπεί μέσα.
Κτυπώ την πόρτα τής πέτρας.
-Είμαι εγώ,άσε με να μπώ μέσα.
Έρχομαι από καθαρή περιέργεια.
Γι'αυτή την ζωή είναι η μοναδική ευκαιρία.
Θέλω να σεργιανίσω στό παλάτι σου
κι' ύστερα να επισκεφτώ ακόμα
το φύλλο καί τη σταγόνα τού νερού.
Δεν μού μένει πολύς καιρός.
Είμαι θνητός καί γι'αυτό πρέπει να συγκινηθείς.
-Είμαι η πέτρα, απαντάει η πέτρα
καί πρέπει οπωσδήποτε να διατηρήσω την αυστηρότητα.
Φύγε από δώ, δεν έχω τη μυική κατασκευή τού ρυζιού.
Κτυπώ την πόρτα τής πέτρας.
Είμαι εγώ ,άσε με να μπώ.
Άκουσα ότι υπάρχουνε σε σένα πολλές άδειες αίθουσες
που ποτέ δεν τις είδαν,μάταια όμορφες
σιωπηλές,δίχως απόηχο βημάτων.
Μα την αλήθεια,ούτε κι'εσύ τις ξέρεις καλά.
-Μεγάλες κι' άδειες αίθουσες, λέει η πέτρα,
μα σ'αυτές δεν υπάρχει θέση.
Όμορφες μπορώ να σού πώ,μα είναι θέμα γούστου
των δικών σου σεμνών κριτηρίων.
Μπορείς να με γνωρίσεις,αλλά να μ'απολαύσεις ποτέ.
Στρέφω σε σένα όλη την επιφάνεια,
αλλά όσο γιά το εσωτερικό σού γυρίζω τις πλάτες.
Κτυπώ την πόρτα τής πέτρας.
-Ειμαι εγώ,άσε με να μπώ μέσα.
Δεν ψάχνω γιά σένα καταφύγιο γιά την αιωνιότητα.
Δεν είμαι δυστυχισμένος.Δεν είμαι δίχως σπίτι.
Ο κόσμος μού αξίζει να γυρίσω πίσω.
Θα μπώ καί θα βγώ με άδεια χέρια.
Και γιά να κάμω αισθητή την παρουσία μου σε σένα
θα προσφέρω μονο λέξεις καί τίποτε άλλο
που να μην εγγυάται εμπιστοσύνη.
-Δεν θα μπείς μέσα,λέει η πέτρα,
Σού λείπει η αίσθηση τής συμμετοχής.
Καμμιά αίσθηση δεν καταφέρνει να την αντικαταστήσει,
Ακόμα καί η πιό οξεία όραση
μέχρι αυτος που βλέπει τα πάντα,
σε τίποτα δε θα σ'εξυπηρετήσει,
χωρις την αίσθηση της συμμετοχής.
Δεν θα μπείς μέσα,πολύ λιγο πιάνεις
το νόημα της ιδέας της,πολύ λίγο στην αρχή της,
πολύ λίγο τη φαντασία.Κτυπώ την πόρτα τής πέτρας.
Είμαι εγώ,άσε με να μπώ μέσα.
Δεν μπορώ να περιμένω δυό χιλιάδες αιώνες
γιά να μπώ μέσα στο σπίτι σου.
-Εάν δεν με πιστεύεις,λέει η πέτρα,
απευθύνσου στο φύλλο,θα σού πεί εκείνο που εγώ λέγω.
Στη σταγόνα τού νερού,θα σού πεί εκείνο που το φύλλο λέγει.
Τελικά,ρώτησε μιά τρίχα του κεφαλιού σου.
Το ξέσπασμα του γέλιου,τού υπερβολικού γέλιου,
με το οποίο δεν ξέρω να λάμπω.Κτυπώ την πόρτα τής πέτρας.
Είμαι εγώ,άσε με να μπώ μέσα.
-Δεν έχω πόρτα , λέει η πέτρα.
..................................................................
I knock at the stone’s front door
It’s only me, let me come in.
I want to enter your insides,
have a look around,
breathe my fill of you.”
“Go away,” says the stone.
“I’m shut tight.
Even if you break me to pieces,
we’ll all still be closed.
You can grind us to sand,
we still won’t let you in.”
I knock at the stone’s front door.
“It’s only me, let me come in.
I’ve come out of pure curiosity.
Only life can quench it.
I mean to stroll through your palace,
then go calling on a leaf, a drop of water.
I don’t have much time.
My mortality should touch you.”
“I’m made of stone,” says the stone.
“And must therefore keep a straight face.
Go away.I don’t have the muscles to laugh.”
I knock at the stone’s front door.
“It’s only me, let me come in.
I hear you have great empty halls inside you,
unseen, their beauty in vain,
soundless, not echoing anyone’s steps.
Admit you don’t know them well yourself.
“Great and empty, true enough,” says the stone,
“but there isn’t any room.
Beautiful, perhaps, but not to the taste
of your poor senses.
You may get to know me but you’ll never know me through.
My whole surface is turned toward you,
all my insides turned away.”
I knock at the stone’s front door.
“It’s only me, let me come in.
I don’t seek refuge for eternity.
I’m not unhappy.
I’m not homeless.
My world is worth returning to.
I’ll enter and exit empty-handed.
And my proof I was there
will be only words,
which no one will believe.”
“You shall not enter,” says the stone.
“You lack the sense of taking part.
No other sense can make up for your missing sense of taking part.
Even sight heightened to become all-seeing
will do you no good without a sense of taking part.
You shall not enter, you have only a sense of what that sense should be,
only its seed, imagination.”
I knock at the stone’s front door.
“It’s only me, let me come in.
I haven’t got two thousand centuries,
so let me come under your roof.”
“If you don’t believe me,” says the stone,
“just ask the leaf, it will tell you the same.
Ask a drop of water, it will say what the leaf has said.
And, finally, ask a hair from your own head.
I am bursting from laughter, yes, laughter, vast laughter,
although I don’t know how to laugh.”
I knock at the stone’s front door.
“It’s only me, let me come in.
“I don’t have a door,” says the stone.
Wislawa Szymborska
No comments:
Post a Comment