Σουρούπωνε.
Μερικά φώτα ειχαν ανάψει κιόλας στα μαγαζιά αντίκρυ.
Στο καφενείο δεν ειχανε ανάψει ακόμα τα φώτα.
Του άρεσε ετσι το ημίφως.
Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας σήμερα.
Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση...
Δεν εφταιγε η εφημερίδα που εκανε τώρα αυτές τις σκέψεις.
Τα σκεφτότανε ολα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη,
πότε με περισσότερη ένταση.
Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής.
Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται απο μια κλωστή.
Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα.
Σκεφτότανε το φόβο που εχει μπεί στις καρδιές.
Στον καθρέφτη, δίπλα του, ειδε το πρόσωπό του.
Ενα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο.
Τίποτα δε μαρτυρούσε την ταραχή που ειχε μέσα του.
Ειχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο.
Και ειχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα.
Ναί, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του
πώς ήτανε χωρίς ελπίδα.
(...)
...............................
Dusk came again.
Squarely, some lights had already been on the stores .
They had no lights turned on the cafe yet.
He liked the gloom this way.
He was thinking of confusion dominating our world today.
Confusion on the field of Ideas, confusion on social field, confusion...
It was not the newspaper to blame
for him making these thoughts.
He was thinking of all these things
for a long time now, intensively or not.
He was thinking of the dark face of life.
Peace, this deep desire
which hangs on a thin thread.
He was thinking of poverty,of misery.
He was thinking of the fear that has come inside hearts.
In the mirror in front of him saw his face. A very common face.
Nothing was able to explain the anxiety gathered in him.
He had fought in the last war too. And he had hoped.
But now he was with no hope. And yes, he was unafraid of
admitting to himself that he was without hope.
(...)
Antonis Samarakis