Προσπάθησα
πόσο προσπάθησα
να λυγίσουν οι πρωινές μανόλιες
τα μαγκωμένα χέρια,
να βλαστήσουν στο τζάμι
τα ερημωμένα χείλη,
μου έλεγες
πως σε πηγή πληγή
θα βάφτιζες τα παιδικά όνειρα
να ξεβγαλθουν τα ρούχα
κι οι λεκέδες της πείνας τους,
να αφεθούν απόνειρα
στου στυγερού δυνάστη
τον υπόνομο
κι έπειτα
σε σύρμα να απλωθούν
με το στανιό στεγνώνοντας
τα χρόνια που αφόρητα
κρεμάστηκαν αφόρετα,
όμως αλίμονο
τα μάτια σου
ήταν πάντα τόσο ψηλά
που δεν προσέχανε τα χέρια μου,
τα μάτια σου δεν πρόκαναν
τα μάτια σου δεν μπόρεσαν
να ακολουθήσουν σταθερά
το καρδιοχτύπι των βημάτων μου.
14/7/18
.....................
I tried
how much I tried
morning magnolias to bend
the clasped hands,
deserted lips
you were telling me
in a spring wound
how you'd baptize childhood dreams
after rinsing their clothes
and the stains of their hunger,
so as to be left as wake
in the stiff tyrant's gutter,
and then
along the wire
drying out by force
those years that unbearably
were hung unwearably,
but alas
your eyes
looked always so high
paying no attention to my hands,
your eyes did not catch up
your eyes could not make it
to follow steadily
the heartbeat of my steps.
Panagiotis Xourafas