Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας.
Κι έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ’ ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
η Ανατολή τ’ αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση.
Έστρωσ’ , εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους
κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους.
Κι όπου η βουλή τους συφορά κι όπου το πόδι χάρος.
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
.............................
Tornò a riempir l’orecchio un vento dolce voce
e la stella del giorno plasmò e la stella della notte.
Fuggirono i miei precordi le fonti del dolore,
la mente si distese e di me stesso al sommo ascesi.
Eran con te tre gioie spuntate nella pena,
ma tre pene per me con radici nella gioia.
Suoni a migliaia, innumeri, nel fondo del creato
lo principiava Oriente, Occaso lo finiva.
Si fece piano, accolse il mare uomini intemerati
e nei suoi abissi accolse coloro stessi e il cielo.
E rovina lor scelta fu talor e talor di morte passo.
La tua forza fu un mare ma il mio volere scoglio.
Dionysios Solomos