Monday, 11 March 2024

Soul Kitchen


























[Let me sleep all night, 
in your soul kitchen/
Warm my mind near 
your gentle stove/
Turn me out and 
I’ll wander baby/
Stumbling in 
the neon groves]


Πάντα 
επιστρέφει. 
Όχι απαραίτητα 
σαν αγαπημένη 
Αίσθησις. 

Με την πρώτη 
χαραμάδα φωτός 
τρυπώνει ξανά 
στη-λέμε τώρα-
ασφαλή θυρίδα 
που χω φυλάξει
το κλειδί.

Πάντα 
επιστρέφει.  
Σαν λάθος που 
θεώρησε σωστό 
να με δικάζει
στο επέκεινα.

Ήταν η μόνη γυναίκα 
που δεν γούσταρε
Doors και λουλούδια
ταυτόχρονα, αδιανόητο!
Γι αυτό και μόνο,
έπρεπε να την είχα αφήσει 
από την πρώτη στιγμή.




……




She always 
Comes back. 
Not necessarily as 
a beloved sensation.

By the first 
crack of light 
she burrows again
into the -allegedly-
safe deposit box
where I have kept
the key.

She always
Comes back.
Like a mistake
assuming it's right
to judge me
to eternity.

She was the only one
who did not like
Doors and flowers
at the same time, 
how unimaginable!
For this thing alone
I should 've left her 
from the very first time.




Panos Xourafas

Friday, 8 March 2024

Το Ταξίδι - The Journey


























Ο Μάιλς περίμενε στην αποβάθρα,
με την τρομπέτα του σε τσάντα πλαστική.

Η κυρία ήταν ψυχρή-
άνεμος μαστίγωνε τις γαρδένιες
που έκλεψα για τα μαλλιά της.

Σε άθλια κατάσταση και οι τρεις.

Κανείς δεν ερχόταν έτσι ξεκίνησα να κοπηλατώ.

Δυσκολευόμουν-
στάσιμα νερά, μαιανδρική ροή...

Η πόλη στέναζε και σιγόβραζε.
Κονσερβοκούτια στις όχθες σαν χειροπέδες...

Να 'μαστε, στα ανοιχτά...

Μα ο Μάιλς έβγαλε το κόρνο του 
και έπαιξε.
Η κυρία τραγούδησε.

Ένα αργό παραδοσιακό μπλουζ.

Το ρέμα μας πήρε-
κόρνο, φωνή, ο ήχος του νερού λάμνοντας...

Δεν ξέρω πόσο καιρό αρμενίζαμε-

το σκαρί μας γεμάτο μουσική,
η νύχτα γεμάτη άστρα.

Όταν ξύπνησα μπαίναμε στον ωκεανό,
ο ήλιος χαμηλά στο νερό
ζεστός σαν λαιμός,
χρυσός σαν τρομπέτα.

Κλάψαμε.

Ύστερα εκτιναχθήκαμε μ' έναν ύμνο.

Ποτέ μου δεν υπήρξα τόσο ευτυχισμένος.



................




Miles was waiting on the dock,
his trumpet in a paper bag.

Lady was cold—
wind lashed the gardenias
I stole for her hair.

We were shabby, the three of us.

No one was coming so I started to row.

It was hard going—
stagnant, meandering...

The city moaned and smoldered.
Tin cans on the banks like shackles...

To be discovered, in the open...

But Miles took out his horn
and played.
Lady sang.

A slow traditional blues.

The current caught us—
horn, voice, oar stroking water...

I don't know how long we floated—

our craft so full of music,
the night so full of stars.

When I awoke we were entering an ocean,
sun low on water
warm as a throat,
gold as a trumpet.

We wept.

Then soared in a spiritual.

Never have I been so happy.





Lawson Fusao Inada


_Απόδοση στα ελληνικά: 
Χρίστος Αγγελακόπουλος

Tuesday, 27 February 2024

Παραίσθηση - Illusion




























Σαν γιαπωνέζικη γαλάζια μπίρα 
Παράξενη τούτη η θάλασσα.

Σε κάθε άφρισμα στα χείλη της 
Ανοίγει χρυσαλλίδα διάφανη 

Στη λασπερή αμμουδιά εμπρός σου,
Είναι η γκέισα με τα μαλλιά τα σκοτερά

Και το σχιστό πυρπολημένο βλέμμα 
Αυτό που κόβει πιο πολύ κι από κατάνα.
 
Αν κάνεις την μορφή της ν´αρνηθείς 
Προτού στο βάθος του ορίζοντα χαθεί 

Θα σου χαρίσει τη δόξα της την πρωινή 
Σε μια μποτίλια απ’το μέλλον βουλωμένη.



.........



Like a Japanese blue beer
This sea is peculiar.

At every foam on her lips
A transparent chrysalis opens

On the muddy beach before you,
Behold the geisha with dark hair

And the burning slitty gaze
Which is edgier than a katana.

If you try to deny her figure, before
getting lost in the depths of the horizon

She will grant her morning glory to you
Inside a sealed bottle from the future. 





Panagiotis Xourafas

Sunday, 25 February 2024

Τι Είναι Σπίτι; - What Is Home?

















Τι είναι σπίτι: 
είναι η σκιά των δέντρων στο δρόμο για το σχολείο 
προτού αυτά ξεριζωθούν. 
Είναι των παππούδων μου η ασπρόμαυρη γαμήλια 
φωτογραφία πριν να γκρεμιστούν οι τοίχοι. 
Είναι το χαλί προσευχής του θείου μου, όπου δεκάδες μυρμήγκια 
κοιμήθηκαν τις παγερές νύχτες, πριν το λεηλατήσουν 
και το βάλουν σε μουσείο. 
Είναι ο φούρνος που η μάνα μου έψηνε ψωμί 
και κοτόπουλο πριν μια βόμβα μετατρέψει το σπίτι μας 
σε στάχτες. 
Είναι η καφετέρια που έβλεπα αγώνες ποδοσφαίρου 
και έπαιζα-

Το παιδί μου με διακόπτει: μια λέξη με πέντε γράμματα 
μπορεί να τα περιέχει όλα αυτά;


 .......


What is home: 
it is the shade of trees on my way to school
    before they were uprooted.
It is my grandparents’ black-and-white wedding 
    photo before the walls crumbled. 
It is my uncle’s prayer rug, where dozens of ants
   slept on wintry nights, before it was looted and 
   put in a museum. 
It is the oven my mother used to bake bread and 
   roast chicken before a bomb reduced our house 
   to ashes. 
It is the café where I watched football matches
   and played—

My child stops me: Can a four-letter word hold
   all of these? 



Mosab Abu Toha


Sunday, 28 January 2024

Η Πρώτη Ανάμνηση - The First Reminiscence























Πήρα να σημειώσω
Όμως διάλεξα το προσημειωμένο
Δεν υπήρχε χώρος για μένα
Η μάσκα είχε το μόνο κενό
Σαν οδηγώ τη βγάζω
Κι άστους να λένε
Γυναίκα στο τιμόνι ο χάρος σε ζυγώνει

Η πρώτη ανάμνηση

Γυναίκα οδηγός
Η μάνα
Η μόνη από πέντε αδερφές

Πρώτο αμάξι
Μαύρο ορθογώνιο
Σαν κινούμενη κάσα
Τα τσουχτερά πρωινά τρεμόπαιζε εκείνη

Το μόνο μου ταξίδι, αυτό το όχημα
Μια μικρή ζωή σε κάθε αλλαγή ταχύτητας
Μια μέρα έφυγε κομματιασμένο

Δεν ήταν μόνο εκείνο το αυτοκίνητο
Την εποχή εκείνη κάθε χαρακτήρας ήταν συνδεδεμένος
Μ' ένα ραδιοκασετόφωνο
Με μια ταπετσαρία
Μ' έναν λεβιέ παραθύρων
Μ' ασφάλειες και κρεμαστά στους καθρέπτες
Μ' ακόμη περισσότερο με μια ξεκάθαρη οσμή

Γι' αυτό τώρα
σχεδον είκοσι πρωτοχρονιές μετά
Όταν αγγίζω το τιμόνι
Η ασυνείδητη μνήμη αρχίζει να απλώνει τις γλώσσες της 
Ξετυλίγοντας τη δική μου εκδοχή της ανάμνησης μιας Μαντλέν

Μόνο που ο κήπος που συνδέεται με τη γεύση
Είναι η μαύρη πίσσα της ασφάλτου



..................




I tried to keep notes
But I chose the annotated one
There was no room for me
The mask had the only gap
When I drive I take it off
And let them say
Woman at the wheel, death approaches

The first reminiscence

Female driver
Mother
The only one of five sisters

First car
Black rectangle
Like a moving casket
In the nippy mornings she flickered

My only trip, this vehicle
A little life in every gear change
One day it went to pieces

It wasn't just that car
At that time every character was connected
With a radio cassette player
With a wallpaper
With a window lever
With insurances and hanging stuff on the mirrors
Even more so with a distinctive smell

That's why now
almost twenty new year's days later
When I touch the steering wheel
Unconscious memory begins to spread its tongues
Unraveling my own version of a Madeleine's reminiscence

But the garden associated with the taste
Is the black tar of the asphalt




Christina Drangana

Tuesday, 16 January 2024

Μόλις Χθες - Hier Encore





Μόλις χθες
ήμουν είκοσι χρονών,
χάιδευα το χρόνο
και χαιρόμουν τη ζωή,
απολαμβάνοντας την αγάπη
και ζούσα τις νύχτες
δίχως να μετρώ τις μέρες 
που χάνονταν στον χρόνο.

 
Έκανα τόσα σχέδια
που έμειναν μετέωρα,
δημιούργησα τόσες ελπίδες
που σκόρπισαν στον άνεμο.
Τώρα νιώθω σαν χαμένος
μην ξέροντας που να πάω,
τα μάτια μου κοιτούν τον ουρανό
μα η καρδιά μου δεμένη είναι στη γη.
 
Μόλις χθες
ήμουν είκοσι χρονών,
σπατάλαγα το χρόνο μου
νομίζοντας πως θα τον σταματήσω,
και με σκοπό να τον κρατήσω 
ή και να τον προσπεράσω
άλλο δεν έκανα παρά να τρέχω
ώσπου μου κόπηκε η ανάσα.
 
Αγνοώντας το παρελθόν,
στρεφόμουν προς το μέλλον
με πρώτο απ' όλα το εγώ μου.
Έλεγα τις απόψεις μου
θέλοντας να κάνω το καλό,
κρίνοντας τον κόσμο
με αυθάδεια.
 
Μόλις χθες
ήμουν είκοσι χρονών,
όμως έχασα το χρόνο μου
κάνοντας χαζομάρες
που δεν μου άφησαν 
τίποτα ξεχωριστό, μονάχα
μερικές ρυτίδες στο μέτωπο
και της ανίας τον φόβο.
 
Όλες οι αγάπες μου πέθαναν
πριν καν υπάρξουν,
οι φίλοι μου έφυγαν
και δεν θα ξαναγυρίσουν.
Έχω πιά μόνο εμένα να κατηγορώ
για το κενό που έχτισα γύρω μου
χαραμίζοντας έτσι τη ζωή 
και τα νεανικά μου χρόνια.
 
Απ' το καλύτερο και το χειρότερο
με το να πετάω το καλύτερο,
πάγωσα στο τέλος τα χαμόγελο 
πάγωσα και τα δάκρυά μου.
Πού βρίσκονται σήμερα άραγε,
τα είκοσί μου χρόνια;*




Charles Aznavour



* Απόδοση στα Ελληνικά: Panagiotis Xourafas

Saturday, 30 December 2023

Μιά συνέντευξη με την Άτροπο - An inteview with Atropos

































Η κυρία Άτροπος;

Εγώ είμαι πράγματι.

Από τις κόρες της αναγκαιότητας,
χρεώνεστε την χειρότερη γνώμη του κόσμου.

Μιά μεγάλη υπερβολή, αγαπητέ ποιητή.
Η Κλωθώ υφαίνει το νήμα της ζωής,
όμως το νήμα είναι ευαίσθητο
κι εύκολα κόβεται.
Η Λάχεσις ορίζει το μάκρος του με το ραβδί της.
Δεν υπάρχουν άγγελοι.

Όμως εσείς, κυρία, κρατάτε τα ψαλίδια.

Και ως γνωστόν, τα χρησιμοποιώ καλά. 

Παρατηρώ ακόμα πως καθώς μιλάμε...

Είμαι τύπος Α, είναι η φύση μου αυτή.

Δεν νιώθετε πλήξη ή κούραση,
ίσως υπνηλία, δουλεύοντας νύχτες, αλήθεια, ούτε
την παραμικρή εξάντληση;
Χωρίς αργίες, διακοπές, σαββατοκύριακα,
χωρίς σύντομα διαλείμματα για τσιγάρο;

Θα καθυστερούσαμε, δεν μ' αρέσει αυτό.

Μιά βιομηχανία που κόβει την ανάσα.
Όμως δεν σας προσφέρουν επαίνους,
παράσημα, τρόπαια, κύπελλα, βραβεία;
Έστω ένα δίπλωμα σε κορνίζα;

Όπως εκείνα στους κομμωτές; Όχι, ευχαριστώ.

Ποιός, αν υπάρχει κάποιος, σας βοηθάει;

Ένα τακτοποιημένο μικρό παράδοξο-εσείς οι θνητοί.
Διαφόρων ειδών δικτάτορες, τέρμα φανατικοί.
Οχι ότι περιμένουν εμένα να τους σκουντήσω.
Είναι πάντα έτοιμοι να πιάσουν δουλειά.

Οι πόλεμοι σίγουρα θα σας κάνουν ευτυχισμένη,
τι γίνεται με όλη την επιπλέον βοήθεια
που σας παρέχουν;

Ευτυχισμένη, δεν το ξέρω αυτό το συναίσθημα.
Δεν είμαι καποια που τους εξαγγέλει.
Δεν είμαι εκείνη που κανονίζει την πορεία τους.
Θα παραδεχτώ ωστόσο πως τους οφείλω ευγνωμοσύνη,
χρησιμεύουν για να με κρατούν ενήμερη για τα τρέχοντα.

Δεν λυπάστε για τα νήματα που μικραίνουν;

Λιγότερο ή περισσότερο κομμένα-
μονάχα εσείς καταλαβαίνετε τη διαφορά.

Κι αν κάποιος ακμαιότερος ήθελε να σας ανακουφίσει,
προσπαθώντας να σας πείσει να αποσυρθείτε;

Δεν σας παρακολουθώ. Εξηγηθείτε πιο καθαρά.

Θα προσπαθήσω για μια φορά ακόμα.
Έχετε κάποιoν προιστάμενο σας;

...Επόμενη ερώτηση παρακαλώ.

Αυτές ήταν όλες που είχα.

Λοιπόν, αντίο τότε.
Ή για να το θέσω ακριβέστερα...

Ξέρω, ξέρω. Ορεβουάρ. 




..................





Madam Atropos?

That’s correct.

Of Necesssity’s three daughters,
you fare the worst in world opinion.

A gross exaggeration, my dear poet.
Klotho spins the threat of life,
but the thread is delicate
and easily cut.
Lachesis determines its length with her rod.
They are no angels.

Still you, Madame, hold the scissors.

And since I do, I put them to good use.

I see that even as we speak…

I’m a Type A, that’s my nature.

You don’t get bored or tired,
maybe drowsy working nights? Really, not the slightest?
With no holidays, vacations, weekends,
no quick breaks for cigarettes?

We’d fall behind, I don’t like that.

Such breathtaking industry.
But you’re not given commendations,
orders, trophies, cups, awards?
Maybe just a framed diploma?

Like at the hairdresser’s? No, thank you.

Who, if anyone, assists you?

A tidy little paradox—you mortals.
Assorted dictators, untold fanatics.
Not that they need me to nudge them.
They’re eager to get down to work.

Wars must surely make you happy
what with all the assistance you receive.

Happy? I don’t know the feeling.
I’m not the one who declares them,
I’m not the one who steers their course.
I will admit, though, that I’m grateful,
they do help to keep me au courant.

You’re not sorry for the threads cut short?

A little shorter, a lot shorter—
Only you perceive the difference.

And if someone stronger wanted to relieve you,
tried to make you take retirement?

I don’t follow. Express yourself more clearly.

I’ll try once more: do you have a Higher-Up?

…Next question please.

That’s all I’ve got.

Well goodbye then.
Or to put it more precisely…

I know, I know. Au revoir.




Wislawa Szymborska