Ένας άντρας χωμένος
μες στη φρίκη τής ανημπόριας
ή της αντιπαραγωγικότητας,
χωρίς να γνωρίζει τη διαφορά
ένας άντρας που προσπαθεί να πει κάτι
ουρλιάζοντας απ’ την κλιμακτηριακή
μουσική τής πέρα για πέρα
απομονωμένης ψυχής
στριγκλίζοντας στη Χαρά
απ’ τη βαθιά τρύπα τού εγώ
μουσική χωρίς το φάντασμα
άλλου ανθρώπου μέσα της, μουσική
που παλεύει να πει κάτι που ο άντρας
δε θέλει να ξεστομίσει,
που θα παρέμενε αν ήταν στο χέρι του
φιμωμένος και φυλακισμένος
και μαστιγωμένος απ’ τις χορδές της Χαράς
όπου τα πάντα είναι σιωπή και το
χτύπημα μιας ματωμένης γροθιάς πάνω
σ’ ένα κομματιασμένο τραπέζι
μες στη φρίκη τής ανημπόριας
ή της αντιπαραγωγικότητας,
χωρίς να γνωρίζει τη διαφορά
ένας άντρας που προσπαθεί να πει κάτι
ουρλιάζοντας απ’ την κλιμακτηριακή
μουσική τής πέρα για πέρα
απομονωμένης ψυχής
στριγκλίζοντας στη Χαρά
απ’ τη βαθιά τρύπα τού εγώ
μουσική χωρίς το φάντασμα
άλλου ανθρώπου μέσα της, μουσική
που παλεύει να πει κάτι που ο άντρας
δε θέλει να ξεστομίσει,
που θα παρέμενε αν ήταν στο χέρι του
φιμωμένος και φυλακισμένος
και μαστιγωμένος απ’ τις χορδές της Χαράς
όπου τα πάντα είναι σιωπή και το
χτύπημα μιας ματωμένης γροθιάς πάνω
σ’ ένα κομματιασμένο τραπέζι
...................................
A man in terror of impotence
of infertility, not knowing the difference
a man trying to tell something
howling from the climacteric
music for the entirely
isolated soul
yelling at Joy from the tunnel of the ego
music without the ghost
of another person in it, music
trying to tell something the man
does not want out, would keep if he could
gagged and bound and flogged with chords of Joy
where everything is silence and the
beating of a bloody fist upon
a splintered table
Poetry: Adrienne Rich