Monday, 6 May 2013

Μονάχος - Solitary






















Κι αν την ζωή μου έζησα μονάχος
Να δραπετεύω γύρευα απ το αρχαίο άχος
Στο φως χανόμουνα και το σκοτάδι
Απ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ


Κι αν την ζωή μου έζησα μονάχος
Δεν το επέλεξα να γίνω μονομάχος
Μες στην πολύβουη χρυσή αρένα
Να ανταγωνιζομαι με βία εμένα


Κι αν την ζωή μου έζησα μονάχος
Πότε σπαρτό στον άνεμο και πότε βράχος
Ποτέ δεν δείλιασα έτσι διττά να ζήσω
Την τύχη μου στην τύχη να αφήσω.


....................



What if I lived my life alone
Searching to escape the ancient ache
I got lost in the light and in the dark
From dawn till late at night

What if I lived my life alone
I didn't choose to be a gladiator
Inside this busy and golden arena
To compete myself with violence

What if I lived my life alone
Being either wheat in the wind or rock
I never hesitated to live this dually
And leave my fortune in fortuity.



Panagiotis Xourafas


Thursday, 2 May 2013

Γιάννης Ρίτσος.Δύο Ανέκδοτα Ποιήματα - Giannis Ritsos.Two Poems
























Αντίδωρο

Ανάκατες εφημερίδες
χάμου στο πάτωμα. 
Κι εμείς χωρίς καθρέφτη, 
αλλά με όλη την άνεση 
των στερημένων, 
φορέσαμε το καπέλο μας, 
βγήκαμε στο δρόμο, 
δε χαιρετήσαμε κανέναν. 

  
Απογύμνωση

Η σόμπα σκούριασε.
Τα μπουριά ξεφλουδάνε. 
Οι τοίχοι ραγίζουν. 
Στο κάδρο 
ένα δέντρο ολομόναχο 
πράσινο ακόμη. 
Πούλησες και το ρολογάκι 
του χεριού σου. 
Νοθέψανε και τον καφέ. 
Ενα τσιγάρο ξεχασμένο 
καπνίζει στο σταχτοδοχείο. 
Λοιπόν, 
τόσο μεγάλο κενό, 
τόση στέρηση, 
η ελευθερία; 



........................



Holy Bread

Mixed newspapers
down on the floor.
We,without a mirror,
but with all the comfort
of the dispossessed,
we wore our hat,
we hit the road,
not greeted anyone.


Stripping

The stove rusted.
The pipes pare.
The walls crack.
In the frame
a tree all alone,
still green.
You sold your small watch
of your wrist.
They adulterated coffee too.
A cigarette forgotten is
still smoking in the ashtray.
Well,
such large gap,
such deprivation
is freedom?



Giannis Ritsos


Από την ανέκδοτη συλλογή Υπερώον, Αθήνα 1985

Αντιγραφή απο τον ιστότοπο της Ελευθεροτυπίας:

http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes--politismos&id=361082

Wednesday, 1 May 2013

Υποτροπιάζουσα Άνοιξη - Relapsing Spring























Ω, υποτροπιάζουσα Άνοιξη
Πίνω το νέκταρ σου
Οσφρύζομαι τ'άρωμα σου
Και με το μέλανα χυμό σου
Λιωμίδι γίνομαι κατρακυλώντας
στα πεζούλια της γης.


..................



Oh, relapsing Spring
I drink your nectar
I smell your perfume
And with your black juice
Ι get so drunk slumping
the terraces of the earth.




Ioanna Panagopoulou

Friday, 19 April 2013

Αλφάβητο - Alphabet

















Από το στόμα σου μυρίζω
εφτά φωνήεντα ανθισμένα·
και συντάσσω σύμφωνα πάθους
με το αλφάβητο της αφής.


....................


From your mouth I smell
seven efflorescent vowels·
then I redact consonants of passion
with the alphabet of touch.



Panagiotis Xourafas

Thursday, 11 April 2013

Wstawać - Eγέρθητι























Ονειρευόμασταν τις άγριες νύχτες
όνειρα βίαια και πυκνά,
ονειρευόμασταν ψυχή και σώματι
να γυρίσουμε, να φάμε, να εξιστορήσουμε.
Ώσπου αντηχούσε κοφτά, σιγανά
το παράγγελμα της αυγής:
«Εγέρθητι»
και ράγιζε η καρδιά μας.


Τώρα που ξαναβρήκαμε τα σπίτια μας,
τώρα που χορτάσαμε την κοιλιά μας,
και οι αφηγήσεις μας στέρεψαν όλες,
σήμανε ἡ ώρα. Όπου να ναι πάλι θ'ακούσουμε 
το ξενικό παράγγελμα:
«Εγέρθητι»


......................



Sognavamo nelle notti feroci
Sogni densi e violenti
Sognati con anima e corpo:
tornare; mangiare; raccontare.
Finché suonava breve sommesso
Il comando dell’alba:
"Wstawac";
E si spezzava in petto il cuore.

Ora abbiamo ritrovato la casa,
il nostro ventre è sazio,
Abbiamo finito di raccontare.
È tempo. Presto udremo ancora
Il comando straniero:
"Wstawac".




Primo Levi

Thursday, 4 April 2013

Εκσπλαχνισμός - Evisceration






















Χωρίστηκα από το σώμα σου κι ευθύς ασπάστηκα το χώμα, ατενίζοντας τη γη.
Ευθυτενής χώρεσα σε αυτό κι απαλλοτριώθηκα απ τις μπουλντόζες των λειψάνων
που φέρεις μέσα σου.
Για αναπαλαίωση δεν είπες κουβέντα.

Πένητας κι ανέστιος υπέργεια
ένοικος και ζητιάνος υπογείως.

Με βήματα βιομηχανικά στο δρόμο του μεταξιού συνεχίζω, παρανομώ για να μη
λοξοδρομήσω.
Κι όσο η θάλασσα ανακτά τα χαμένα της εδάφη, το χώρο αφορίζοντας σε χορό κι
αφρίζοντας
τόσο ο ορός της ζωής διασταυρώνεται με το όρος του θανάτου.

Τόσο κοφτά, τόσο ορθογώνια.

Μα εγώ είμαι πλάσμα σφαιρικό, αλλά μην τύχει και ξεγελαστείς,
όχι άσφαιρο.
Κι έτσι μπορώ να τετραγωνιστώ, ουδόλως να πρωταγωνιστώ. Χα!

Ιδρυτής και κάτοικος υπεργείως
Ιχνηλάτης και αιμορραγών υπόγεια.

Έλα στα ερείπια,
θα βρεις τα θεμέλια, αβυσσαλέα και μελιά σαν κληρονομιά ανοίκεια.  


..........................


Separated from your body and kissed the ground straight after, gazing the land.
Fit into this upright and expropriated by the bulldozers of remains
you carry inside you.
For restoration you did not say a word.

Poor and homeless aboveground
tenant and beggar underground.

With industrial steps in silk road going, I infringe to avoid detouring.
And as the sea recovers the lost territories, excommunicating space into dance and foaming
the serum of life intersects with the mountain of death.


So briskly, so orthogonally

But I'm a spherical creature, but don't be deceived,
not blank.
So I can not be squared, no way be a protagonist. Ha!

Founder and resident  on ground
Hound and bleeding underground.

Do come in ruins,
will find the foundations, abysmal and from honey as an
unfamiliar legacy.



Aglaia Milia

Wednesday, 13 March 2013

Μυθιστόρημα (Η') - Mythistorema (VIII)

















Μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σὲ καταστρώματα κατελυμένων καραβιῶν
στριμωγμένες μὲ γυναῖκες κίτρινες καὶ μωρὰ ποὺ κλαῖνε
χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ξεχαστοῦν οὔτε μὲ τὰ χελιδονόψαρα
οὔτε μὲ τ᾿ ἄστρα ποὺ δηλώνουν στὴν ἄκρη τὰ κατάρτια.
Τριμμένες ἀπὸ τοὺς δίσκους τῶν φωνογράφων
δεμένες ἄθελα μ᾿ ἀνύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες.


Μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στὰ σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
ἀπὸ λιμάνι σὲ λιμάνι;


Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ἀνασαίνοντας
τὴ δροσιὰ τοῦ πεύκου πιὸ δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στὰ νερὰ τούτης τῆς θάλασσας
κι ἐκείνης τῆς θάλασσας,
χωρὶς ἁφὴ
χωρὶς ἀνθρώπους
μέσα σε μία πατρίδα ποὺ δὲν εἶναι πιὰ δική μας
οὔτε δική σας.


Τὸ ξέραμε πὼς ἦταν ὡραῖα τὰ νησιὰ
κάπου ἐδῶ τριγύρω ποὺ ψηλαφοῦμε
λίγο πιὸ χαμηλὰ ἢ λίγο πιὸ ψηλὰ
ἕνα ἐλάχιστο διάστημα.



................



What are they after, our souls, travelling
on the decks of decayed ships
crowded in with sallow women and crying babies
unable to forget themselves either with the flying fish
or with the stars that the masts point our at their tips;
grated by gramophone records
committed to non-existent pilgrimages unwillingly
murmuring broken thoughts from foreign languages.

What are they after, our souls, travelling
on rotten brine-soaked timbers
from harbour to harbour?

Shifting broken stones, breathing in
the pine's coolness with greater difficulty each day,
swimming in the waters of this sea
and of that sea,
without the sense of touch
without men
in a country that is no longer ours
nor yours.

We knew that the islands were beautiful
somewhere round about here where we grope,
slightly lower down or slightly higher up,
a tiny space.





Giorgos Seferis

Monday, 4 March 2013

Omertà




Στα δυό παλικάρια που χάθηκαν
στην Λάρισα, απο αναθυμιάσεις 
κρατικής παράνοιας...


Στον κάμπο έχει παγετό, κρυώνω
Κι ανάβω του διαβόλου το μαγκάλι
Λεφτά δεν έχω για να ζεσταθώ
Της μάνας μου η ακριβή αγκάλη
Δεν με γλυτώνει πια απ' το κακό.
Στον κάμπο έχει παγετό, κρυώνω
Μα στα ψηλά τα διαμερίσματα 
Με δάκρυα σύγκαπνων χρησμών
Η εικόνα μου σας αποχαιρετά·
Και τα κεριά που μ'αφαιρέσατε
Λυκόφως ρίχνουν αδιαπέραστο
Στων Ερινύων σας την ομερτά..





...................



The plain is frosty, I feel cold
And I light the devil's brazier
I have no money to keep me warm
My mother's precious hug
Saves me from harm no more.
The plain is frosty, I feel cold
But inside high apartments
In tears of smoky and fiery oracles
My picture's bidding you farewell;
And candles that you took away from me
Cast an impenetrable twilight
On your Erinyes' omertà ..




Panagiotis Xourafas



Sunday, 3 March 2013

Assholes





















William Gibson


Διασταύρωση - Cross




















Ο γέρος μου είναι ένας λευκός γέρος
Και η γριά μητέρα μου είναι μαύρη.
Αν ποτέ καταράστηκα τον λευκό γέρο μου
Παίρνω τις κατάρες μου πίσω.
Αν ποτέ καταράστηκα τη γριά μητέρα μου
Και ευχήθηκα να ήταν στην κόλαση,
Λυπάμαι για αυτή την κακιά ευχή
Και τώρα της εύχομαι καλή τύχη.
Ο γέρος μου πέθανε σ'ένα μεγάλο ωραίο σπίτι
Η μάνα μου πέθανε σε μια παράγκα.
Αναρωτιέμαι που θα πεθάνω αλήθεια,
Όντας ούτε λευκός ούτε μαύρος;


.................




My old man's a white old man
And my old mother's black.
If ever I cursed my white old man
I take my curses back.
If ever I cursed my black old mother
And wished she were in hell,
I'm sorry for that evil wish
And now I wish her well
My old man died in a fine big house.
My ma died in a shack.
I wonder were I'm going to die,
Being neither white nor black?



Langston Hughes