Tuesday, 26 April 2016

Κλέφτες - Dandellion Clocks




















Οσμή αγριοσυκιας 
της θλιψης το γάλα
μελάνη δυό φορές λευκή 
στη γραφίδα του άστρου 
το χάραγμα το χάραμα 
στο σώμα του μεσημεριού 
συνάντηση ατέρμονη, 
φιλί ραμμένο σ' ανεμόσκαλα 
ο αποχαιρετισμος μας.

Στην γειτονιά του κέντρου 
στον κορμό του δέντρου
τα λόγια σκαλιστήκαν μοναχά 
σχεδον σαν άνθρωποι.
Πότε ζωντανευουν οι λέξεις;
Πρώτα ή αφού τις πλέξεις; 
Επιδαψιλευοντας σκοταδι
στο ανυπόφορο φως
να πως σταλαζει η ελλειψη
μνήμη αβάσταχτη 
σε στιλπνή μαύρη τρύπα

Ενα υβρίδιο απουσίας, όμως όχι 
αλήθεια ποιος στοχαστηκε
για την αλήθεια πριν την αλήθεια 
το μοναδιαίο σπέρμα φωτός
που ξεχερσωνει τον πόνο
προετοιμάζοντας τη σπορά
στη ληκυθο της φωτιάς, 
αλήθεια ποιός πρόσεξε 
πριν την ανάσα των πουλιών 
πως φτερουγιζανε οι κλέφτες;

Κι έτσι για αλλη μιά φορα 
στον ουρανό γεννήθηκαν  
χωρις σχημα χωρις πρόσχημα 
τα ωμέγα και τα άλφα, 
τα όνειρα τα μέτοικα
πριν γίνουν τρωγλοδύτες




.............




Wild fig-tree odor
sadness milk
ink twice white
in the star's stylus
the mark of dawn
on the body of midday
interminable meeting,
kiss sewn in a ladder
our farewell.

In the central neighborhood
in the trunk of the tree
words carved on their own
almost like people.
When do the words come alive?
Before or after they are weaved?
Lavishing darkness
in the unbearable light
That's how ellipse trickles
a memory so intolerable
into a glossy black hole.

An absence hybrid, but no
who really meditated
for truth before truth itself
the modular sperm of light
which reclaims the pain
while preparing for sowing
in the lecythus of fire,
who really ever noticed that
before the birds breaths
how dandellion clocks fluttered?

And so once again
in heaven they were born
without shape without pretense
the omegas and the alphas
the migrant dreams 
before they became troglodytes.






Panagiotis Xourafas






Tuesday, 19 April 2016

Μεταμοντέρνο Τοτέμ - Postmodern Totem



















Τους φίλους, 
οικογένεια 
και λοιπούς συγγενείς
τούς θάψαμε μετά τιμών 
σε χώμα διαδικτυακό.
Πονάει πολύ 
που δεν πληρώνει πιά 
ο ψυχογενής νανισμός,
το κελεπούρι αυτό 
που μας πουλήσαν  
για μεταμοντέρνο τοτέμ,
κι αντί να κοντοστεκόμαστε 
με ένα χαμόγελο απορίας 
ακόμη κονταίνουμε 
σε παλιές σίγουρες λύσεις 
ακόμη χωλαίνουμε 
σε λυκόφωτες ελπίδες 
για ιδιωτικές νησίδες
διαβολικά βολικές
  

Kι αναζητώντας 
λαβυρίνθους μυστικούς 
βρίσκουμε στου νήματος την άκρη 
ψυχιάτρους ,ψυχολόγους 
πάσης φύσεως ειδικούς
να θέλουν γρήγορα- 
όπως ορίζουνε τα ντιεσέμ-
να γίνουμε καλά
να αγοράσουμε ένα μέλλον
σε τούτη τώρα ή στην άλλη μετά.
Κι αφού την κόρη επιστρέφοντας,
χαρίζουμε στον Διόνυσο 
δίκη θεία κι αναπότρεπτη 
πως θα ξεχάσουμε και το πανί.
Φτωχαίνουμε σε όλα 
μα δεν το νιώθουμε
και το τραγικότερο είναι 
πως ίσως δεν το νιώσουμε ποτέ.
Μας τα πήραν όλα. Ένα προς ένα.
Ένα τσιγαράκι είχαμε,
το κόψαμε κι αυτό 



....................




We buried
our friends, family
and rest of kin
with all prices
in online soil.
Hurts too much
that psychogenic dwarfism
doesn't pay anymore,
this hard bargain
we were been driven in
for a postmodern totem,
and instead of resisting
with a bewildered smile 
still we shorten toward
old secure solutions
still we hobble due to
twilight expectations
for private islets
diabolically convenient


And looking for
secret labyrinths
we find at the tip of the thread
psychiatrists, psychologists
all kinds of experts
to want us quickly-
as D.S.M criteria define-
get healthy in order
to purchase a future
in this here now or the next one.
And since returning we 
give the lady away to Dionysus
Nemesis is inescapable
that we will forget the sail.
We impoverish at all
but we don't feel it
and the most tragic thing is
that we may never feel it.
They took us everything. One by one.
Just a cigarette had we,
quitted even this.





Panagiotis Xourafas













  

Wednesday, 6 April 2016

Μομφίνη - Momphine


















Να κλάψω γιατί;
Που δεν βρήκα 
Τον λόγο που
έτσι σε ονόμασαν,
που δεν πίστεψα ποτέ 
την επικρατούσα εκδοχή,
που δεν αποκάλυψα
ούτε καν το σημείο 
που ανάβλυζες σαν λάβα
στον κραταιό κρατήρα
η ομορφιά η ίδια;

και μέσα σ'όλα 
ως πληγή πυρέσσουσα 
τα δανεισμένα χρόνια 
αμαρτήματα χθόνια 
στην άργιλο της λήθης
αναζητώντας γλύφοντας  
όνειρα από όνειρα σε όνειρα 
χυμένα, χωμένα
χαμένα

μόνο κάποια ελάχιστα 
γλύτωσαν παραπαίοντα
κι έτσι απλώς 
αποπέφτοντας
συμμορφοποιήθηκαν 
σε γαλβανισμένες ελπίδες.
Να κλάψω γιατί;
Για μια ανεπαίσθητη ενοχή; 




................




Why should I cry?
For not finding
The reason
You were called so,
for never believing
the prevailing version,
for not revealing
even the point
where you gushed like lava
out of the mighty crater
like the beauty itself ?

so among the others
as a feverish wound 
these borrowed years
chthonic sins
in the clay of oblivion
looking and sculpting
dreams out of dreams 
into dreams
spilled, rammed
and lost

only a few of them
escaped staggering
and so by simply
just casting off
conformed and figured
into galvanized hopes.
Why should I cry?
For an imperceptible guilt?






Panagiotis Xourafas

Tuesday, 5 April 2016

Μάσκες - Masks









































Είχε δέρμα γαλαζιο  
Ετσι κι αυτός.
Το κράταγε κρυφό 
Ετσι κι αυτή.
Εψαχναν για το γαλάζιο 
Ολη τους τη ζωή 
Για μια στιγμη πέρασαν δίπλα ακριβώς-
Και δεν το έμαθαν ποτέ. 




Shel Silverstein

Friday, 1 April 2016

Βιολέτες - Violets




















Κάθε χρονο τέτοια εποχή
κωδικοποιημενα σ'αγαπω
ζητουν αποκρυπτογράφηση.
Μη ρωτάς γιατί έχω αργήσει.
Μες στην πολύβουη σιωπή
ως και τα μεταλλα θαμπωνουν.
Μονο στην ποίηση γυαλίζουν
σαν λαμαρίνα σπορ διθεσιου.
Ας ανοιξει η μαλακή οροφή.

Επιστροφη στο θρανίο.
Κλινουμε το ρήμα σ'αγαπω
σε ολους τους χρόνους.
Τα βήματα στο πλακόστρωτο
το χνουδιασμενο των ενδημικών
διακοπτουν το συνεχές της ροής.
Ανθίζουν τοτε σαν βιολέτες
στα εισόδια της άνοιξης.
Πλαγιάζουμε με το μηδέν
στην αγκαλιά του απείρου.
Απειρος είναι ο έρωτας.
Στου χρόνου το περβαζι
με λατρεία μας κοιτάζει
η σουσουράδα της στιγμής.

Η ίσως το κορίτσι των κήπων
καθως χαρίζει στο προαύλιο
ενα κιτρινο στυλό στο αγόρι.
Τα αδεξια χέρια του αγοριού
γεμίζουν μελάνι. Για δες!
Απο τότε ειναι που έμαθε
να κρύβει προσεκτικά
τις παλάμες του.



.................................




Every year at this time
many encoded I love you
require decryption.
Don't ask why I am late.
Inside the noisy silence
even metals dazzle.
Only in poetry they shine
like a roadster's sheet metal.
Let the soft top be opened.

Back to the desk.
Conjugating the verb I love you
at all possible tenses.
The steps on the pavement
so fluffy of endemics
interrupt the continuous flow.
Then they bloom as violets
at the presentation of spring.
We lie down with zero
in the arms of infinity.
Infinite is love.
On the ledge of time
we've been adoringly watched
by the momentary wagtail.

Or maybe the gardens girl
as it gives in the schoolyard
a yellow pen to the boy.
The clumsy hands of the boy
got soiled of the ink. Oh, my!
Since then he has learned
to hide his palms carefully.




Panagiotis Xourafas