Οσμή αγριοσυκιας
της θλιψης το γάλα
μελάνη δυό φορές λευκή
στη γραφίδα του άστρου
το χάραγμα το χάραμα
στο σώμα του μεσημεριού
συνάντηση ατέρμονη,
φιλί ραμμένο σ' ανεμόσκαλα
ο αποχαιρετισμος μας.
Στην γειτονιά του κέντρου
στον κορμό του δέντρου
τα λόγια σκαλιστήκαν μοναχά
σχεδον σαν άνθρωποι.
Πότε ζωντανευουν οι λέξεις;
Πρώτα ή αφού τις πλέξεις;
Επιδαψιλευοντας σκοταδι
στο ανυπόφορο φως
να πως σταλαζει η ελλειψη
μνήμη αβάσταχτη
σε στιλπνή μαύρη τρύπα
Ενα υβρίδιο απουσίας, όμως όχι
αλήθεια ποιος στοχαστηκε
για την αλήθεια πριν την αλήθεια
το μοναδιαίο σπέρμα φωτός
που ξεχερσωνει τον πόνο
προετοιμάζοντας τη σπορά
στη ληκυθο της φωτιάς,
αλήθεια ποιός πρόσεξε
πριν την ανάσα των πουλιών
πως φτερουγιζανε οι κλέφτες;
Κι έτσι για αλλη μιά φορα
στον ουρανό γεννήθηκαν
χωρις σχημα χωρις πρόσχημα
τα ωμέγα και τα άλφα,
τα όνειρα τα μέτοικα
πριν γίνουν τρωγλοδύτες
.............
Wild fig-tree odor
sadness milk
ink twice white
in the star's stylus
the mark of dawn
on the body of midday
interminable meeting,
kiss sewn in a ladder
our farewell.
In the central neighborhood
in the trunk of the tree
words carved on their own
almost like people.
When do the words come alive?
Before or after they are weaved?
Lavishing darkness
in the unbearable light
That's how ellipse trickles
a memory so intolerable
into a glossy black hole.
An absence hybrid, but no
who really meditated
for truth before truth itself
the modular sperm of light
which reclaims the pain
while preparing for sowing
in the lecythus of fire,
who really ever noticed that
before the birds breaths
how dandellion clocks fluttered?
And so once again
in heaven they were born
without shape without pretense
the omegas and the alphas
the migrant dreams
before they became troglodytes.
Panagiotis Xourafas