Σώα τα ωά τής ώας στη φωλιά της υπερώας.
Ξεθυμασμένα κύματα λάβωσαν τη λάβα μας.
Mεταξυ ουρανού και γης καταζητούμενοι
και ναυαγοί. Aνάμεσα σε σαπισμένα κουπιά,
κόκκαλα κι αλυσσίδες. Τα γραφτά μας
δεν είναι παρά κουκίδες στο χαρτί
απο μνήμες σινικής μελάνης.
Αλλόκοτα χρόνια.
Στης νιότης μας τα κάτεργα, αφορισμένα κι' άστεγα.
Δεν τα λευτερώσαμε κι ας τριγυρνούν ακόμα.
Ξυπόλυτα μετρούν ασθμαίνοντας, πάνε γυρεύοντας
κάποιες βραδιές αφιονισμένα να χαρίζουνε ξεδιάντροπα
κρύες πληγές, μεταλλικές απο σκουριές εκλάμψεων.
Σαν σκυλιά τις γλείφαμε να ξεγελάμε ένα τι τον πόνο.
Μα ο Μάης δεν υπήρξε ποτέ, καταλήξαμε
ένα παραμύθι του Δεκέμβρη ήταν, μνήμη αλαργινή.
Είχε κρημνούς αναπνοών στους κήπους της στέπας
και γερασμένες λεχώνες με πλαδαρές λαγόνες
να ουρλιάζουν απο συνήθεια. Είναι αλήθεια:
Οι σκιές με τις ρυτίδες και το αίμα στις παλάμες τους
τραγουδούσαν να μοιράσουν τους νεκρούς της νύχτας.
Παραμιλούσαν απο αγάπη, κι απο θύματα οι θύτες
με παραγάδι άπλωναν πεφτάστερα στην άμμο,
λεπτά κουφάρια και βαριές σιωπές.
Γεμίζαν πριονίδι και νέφτι
τα συννεφιασμένα τους φτερά
οι νεκροπομποί κύκνοι στις λίμνες των ματιών,
και μεις βαυκαλιζόμασταν με την αθανασία τους.
Κάποιοι τους ειπαν και θεούς ,μα αλίμονο:
Στο ανώφλι του σπιτιού μας
μούχλιαζε το Μαγιάτικο στεφάνι
και ξεθώριαζε ο κέρινος σταυρός.
Στον προθάλαμο ο Κλέε, δίπλα ο Τζιότο
ζωγραφιές αναπόδραστης συντέλειας οι ώρες
που μας προσπέρναγαν πικρά
σαν ασπρόμαυρες ανεμώνες.
Σαν κυνηγημένα θεριά αλλάζαμε όνομα κι αριθμό,
να αποφύγουμε την πάλη με τον ανέστιο εαυτό.
Για χρονια πλάνητες ωσπου να πειστούμε
πως τα δάκρυα δεν εκκρίνονται
οταν δεν εγκρίνονται,
ώσπου στο πετσί μας να νιώσουμε πως
αν τον σταυρό μάς τον χαρίζουν άλλοι
με δικά μας καρφιά πάντα σταυρωνόμαστε.
Μα κι αν οι τάφοι μας είναι ασύλητοι
η ζωή μας είναι ασύλληπτη.
..........................
Unharmed are the ovules of selvage in the palatine nest.
Collapsed waves wounded our lava.
Between heaven and earth we are both wanted men
and castaways. Among rotten oars, bones and chains.
Our writings are nothing more than paper dots
from memories of indian ink.
Weird years.
In the galleon of our youth, excommunicated and roofless.
We haven't set them free though they still ramble on.
They count barefoot, panting, go asking for trouble
bigoted shamelessly giving cold wounds of metal,
from slag flares.
We licked them like dogs to fool the pain a bit.
But May never really existed as we ended up;
it was just a December's fairy tale, a distant memory.
There were steep breaths in the gardens of steppe
and aged new mothers with flabby flanks
screaming out by habit. It is true:
The shadows with wrinkles and blood on their palms
were singing to share the dead of night.
Deliriously talking from love, victims and abusers
with a longline reached out shooting stars on the sand,
thin corpses and heavy silences.
The bearer swans filled in sawdust and turpentine
their cloudy wings, in the eye lakes
and deluded ourselves with their immortality.
Some men said they were gods, but alas:
On the lintel of our house
mildewed the wreath of May
and faded the candle light cross.
In the hall Klee, along with Giotto,
pictures of inescapable doom are the hours
walking us past bitterly,
like black and white anemones.
Like hunted beasts we changed name and number,
to avoid fighting with our homeless self.
For years wanderers until we convinced ourselves
that tears are not secreted
if not authorized,until we feel in our skin that always
if the cross is given to us from others
with our own nails always are we crucified.
But even if our graves are unlooted
our lives are unimaginable.