Εμείς οι δυό που ζήσαμε Τον έρωτα σαν τα πουλιά Με το τραγούδι αγκαλιά Τη χειμωνιά αψηφήσαμε. Στη ζεστή την κάμαρα μας Άλλαζαν ρούχα οι εποχές Δεν είχαν θέση ανακωχές Στα πιό λευκά όνειρα μας. Στου χρόνου τις πηγές Εμμέσως πλην σαφώς Καθάριο ήταν το φως Βάλσαμο στις πληγές. Εμείς οι δυό που ζήσαμε Τον έρωτα σαν τα πουλιά Με το τραγούδι αγκαλιά Τη χειμωνιά αψηφήσαμε. Τωρα στο σπίτι το παλιό Αραχνιασμένες σκέψεις, Ανούσιες επισκέψεις Κρεμάστρα και παλτό.
...................... Us two, who lived Love like the birds Armful with our song Thus defied winter. In our warm room Seasons changed clothes No truce was needed In our whitest dreams. Ιn the springs of time Ιmplicitly, the light Was crystal clear A balm on wounds. Us two, who lived Love like the birds Armful with our song Thus defied winter. Now in the old house Cobweb thoughts And insipid visits Hanger and coat. Panagiotis Xourafas
Δύο κεραυνοί στραφήκαν στο δωμάτιο μου Δώρο απο τον Δία Ταλαντεύω τους κεραυνούς σε κούνια πεύκινη. Οι άνθρωποι με ρωτούν πως είμαι Είμαι εντάξει λέω. Είμαι εντάξει λέω. Είμαι υπέροχα! Σπρώχνω τους κεραυνούς σε παιδικό καρότσι, Ώσπου να δύσει ο ήλιος και να σκοτεινιάσει. Τα κορίτσια από την Jubilee Street, κρέμονται απ' τα παράθυρα τους, και κουνάνε τα χέρια και με ρωτάνε πώς είμαι απόψε, Είμαι καλά λέω. Είμαι καλά λέω. Ειμαι εντάξει! Στην Αθήνα όλοι οι νέοι κλαίνε απο τα δακρυγόνα, κι εγώ είμαι στην πισίνα του ξενοδοχείου και προσπαθώ να μαυρίσω. Ανθρωποι έρχονται και με ρωτούν ποιός είμαι. Αν δεν ξέρεις, μην ρωτάς λέω. Ο Δίας γελάει, αλλά είναι τα δακρυγόνα. Με ρωτάει πως είμαι. Λέω Δία, μην ρωτάς. Οι κεραυνοί μου είναι δονήσεις χαράς. Είναι αγόρια ευφορούμενα απο τον Δία. Τα ταίζω κουάκερ στο παιδικό κάθισμα της γνώσης. Και στο λίκνο της δημοκρατίας τα περιστέρια φοράνε αντιασφυξιογόνες μάσκες. Οι κεραυνοί μου παιχνιδίζουν στα ασανσέρ Γλιστρούν στην κουπαστή της σκάλας του ξενοδοχείου. Και ο Δίας πετάει μιά φιάλη αερίου Περιστρέφεται γύρω απο την πισίνα, Καθώς τα περιστέρια που φορούν αναπνευστικές συσκευές κλέβουν τους κεραυνούς. Ο Δίας τα θέλει πίσω, κεραυνοί της χαράς μου Μικρά αγαπημένα μου αγόρια! Εχουν χαθεί για μας! Και οι άνθρωποι δεν θα γυρίσουν πίσω πιά. Την νύχτα, τους κοιτάζω που κοιμούνται και κλαίνε χρόνια γεμάτα δάκρυα. Και δεν είναι απο τα δακρυγόνα. Οι άνθρωποι με ρωτούν πως είμαστε. Είμαστε λέω, κυρίως χαμένοι.
ΚΑΤΟΙΚΗΣΑ ΜΙΑ ΧΩΡΑ που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε' τόσο άπιαστη. Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σεισμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγματα να τ' απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την Ερημική ν' αξιωθώ να φκιάνω λό- φους καστανούς, Μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περι- βόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Η- ράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά - σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλ- λος. 'Η κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.
......................... I INHABITED A LAND that was coming from the other, the real one, like the dream from the facts of my life. I named her Greece too, and carved her on paper just to see her. She looked so minor, so intangible. As time went by I tested her: with some sudden earthquakes, some old pure blooded storms. I changed position at things to save them from any value. I studied the Sleepless and the Solitary to be able to make brown hills, tiny Monasteries, fountains. I even made a garden that was full of citrus trees which smelled Heraclitus and Archilochus. But the perfume was so strong I got scared. And then, I started little by little tying words like jewels to cover the land I loved. So as nobody can see the beauty. Or become even suspicious she does not exist. Odysseas Elytis
Χαμογελάμε κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο, το κρύβουμε τώρα. Παράνομο χαμόγελο, όπως παράνομος έγινε κι ο ήλιος, παράνομη και η αλήθεια. Κρύβουμε το χαμόγελο, όπως κρύβουμε στην τσέπη μας, τη φωτογραφία της αγαπημένης μας, όπως κρύβουμε την ιδέα της λευτεριάς, ανάμεσα στα δυο φύλλα της καρδιάς μας. Όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο.
Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο, κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν. .............................. We are smiling deeply within. This smile, we now hide. Illegal smile (an outlaw of a smile), just as the sun became illegal (an outlaw), illegal and so is the truth (an outlaw aswell, the truth). We hide the smile, just as we hide in our pocket, the photograph of our beloved, just as we hide the idea of emancipation (liberty, freedom), within (amongst) the two leaves (plates, sheets) of our heart. All (of us) here have one sky and the same smile.
Tomorrow they might kills us. This smile, and this sky, they cannot take (away) from us (cannot be taken from us). Poetry: Giannis Ritsos
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος απο το θεατρικό του Μαγιακόφσκυ, με τιτλο "Mystery Bouffe", που έγραψε το 1918. Σ'αυτό, σατυρίζει την θρησκεία. Περιγράφει μια μάχη ανάμεσα σε δυό ομάδες, τους "Ακάθαρτους" (Εργατική Τάξη) και τους "Καθαρούς" (Ανώτερη Τάξη). Συμβαίνει τοτε ενας μεγαλος κατακλυσμός, η γη καταστρέφεται και οι επιζώντες αναζητούν καταφύγιο στον Βόρειο Πόλο. Οι Ακάθαρτοι νικούν τους Καθαρούς και δημιουργούν έναν εργατικό παράδεισο στη γη, όπου οι άνθρωποι ζούν με ζεστασιά και φως παράγοντας ηλεκτρισμό απο τα κύματα. Στο τέλος της Δεύτερης πράξης, οι Ακάθαρτοι βλέπουν έναν άντρα που θεωρούν οτι ειναι ο "Χριστός" μια και περπατάει στο νερό. Αυτός ο "Χριστός" όμως διδάσκει άλλα πράγματα:
Ο Παράδεισος μου είναι για όλους, εκτός απ' τους πτωχούς τω πνεύματι, που ειναι πρησμένοι όσο το φεγγάρι απο τη νηστεία τη Σαρακοστή. Μια καμήλα μπορει να περάσει πιο εύκολα απο το μάτι μιας βελόνας, παρά ενας ελέφαντας να εισέλθει στο βασίλειο μου. Ελάτε προς εμένα ολοι εσείς που έχετε με πραότητα μαχαιρώσει τον εχθρό και κατόπιν απομακρυνθεί απο το πτώμα του μ' ένα τραγούδι στα χείλη σας! Έλα εσύ ανελέητε! Έχεις πρώτος το δικαίωμα εισόδου στο βασίλειο μου- που είναι επίγειο ,όχι επουράνιο! Ελάτε όλοι εσείς που δεν είστε φορτωμένα μουλάρια, και όλοι εσείς που η ζωή σας είναι απάνθρωπη και αβάσταχτη! Το βασίλειο μου -επίγειο όχι επουράνιο- είναι για σας. (...) ...............................
Τhe following is a part of "Mystery Bouffe' , written by Vladimir Mayakovsky in 1918.In Mystery-Bouffe, a religious mystery play which mocked
religion, the poet described a struggle between two groups, the
"Unclean" working class and the "Clean" upper class. The earth has been
destroyed by a flood, the survivors seek refuge at the North Pole. The
"Unclean" defeat the "Clean" and create a workers' paradise on Earth,
where people "will live in warmth and light, having had electricity move in waves". At the end of Act II, the Unclean see a man they identify as “Christ” walking across the water. This Christ, however, preaches a new, worldly gospel:
My Paradise is for everyone except the poor in spirit, who are swollen up as big as the moon from fasting in Lent. A camel can pass through the eye of a needle more easily than such an elephant can enter my kingdom. Come unto me all you have calmly stabbed the enemy, and then walked away from his corpse with a song on your lips! Come, unforgiving one! You have first right of entry into my kingdom- which is earthly, not heavenly! Come all who are not pack mules, and all for whom life is cruel and unbearable! My kingdom -earthly not heavenly- is for you. (...)
Καλώς τα κατάφερες Θάνατε Τι επιτυχία Να γκρεμίσεις ενα τέτοιο φρούριο Να καταπιείς τόση σάρκα, να θραύσεις τόσα κόκκαλα σε τόσο λίγο χρόνο Να χαλάσεις τόση ενέργεια γρήγορα, μέχρι να σωθεί ένα τσιγάρο. Τι θαυμάσια δουλειά ήταν αυτή Θάνατε Τι επίδειξη δύναμης ήταν αυτή. (Σαν να μην σε πιστεύαμε, σαν να μας το λεγες απλά.)
ποίημα αφιερωμένο στη Μίρα Τράιλοβιτς
...............
Kakav dobro obavljen posao, Smrti, kakav uspeh, srušiti takvu tvrđavu! Požderati toliko mesa, skrckati toliko kostiju za tako kratko vreme. Potrošiti toliku energiju, brzo, kao kad se ispuši cigareta. Kakav je to bio posao, Smrti, kakva demonstracija sile. (Kao da ti ne bismo verovali na reč.)