Sunday, 29 December 2013

Αντίστροφη Σκιά - Reverse Shadow





























Αντίστροφη σκιά φωτός 
τα μάτια σου.
Αυτά τα μάτια σου!
Στου απογεύματος τη δύση 

ένα πλοίο με βραδύκαυστο φιτίλι
κι απάνω του μπογιατισμένο 

ένα μενεξεδένιο φιλί.
Στην πλώρη καρφωμένο 

ένα αηδόνι.
Βουβό σαν απάνεμη θάλασσα.
Πικρό σαν απηνής ταξιδεμός 

που φουσκώνει ξεφουσκώνει
σε μιά γλώσσα ερημική
ερωτική, φιδίσια.
Οσο γρικάς την τρικυμία
γαλήνια να θυμάσαι 

πως στο τέλος, ένα ηλιοτρόπιο 
μαρτυράει στους καντιφέδες
πως τα γεράνια γέρνουν

λίγο πριν σηκωθούνε γερανοί
και πετάξουν μακριά.
Στις θρομβωμένες φλέβες
του οριζοντα, απνευστί
εικόνες βιάζονται
και όνειρα βιάζονται.
Βάλε κάτι ζεστό στο μεταξύ
να μην κρυώσεις γιέ μου...


.....................


A reverse shadow of light
is in your eyes. Oh these eyes!
In the afternoon's west
a boat with a slow burning fuse
and with a violet kiss on her.
At the bow a nightingale
is nailed.
Silent as a windless sea.
Bitter as a ferocious journey

inflating and deflating
in a language deserted
erotic, serpentine.

As long as you hear the sea storm
remember peacefully
that in the end, a sunflower
reveals the marigolds
that geraniums droop
just before getting up as cranes 
and thus fly far away.
In the thrombosed veins
of the horizon, straight off the reel
images hustle and dreams are raped.
In the meanwhile, just put on something 
warm, not to catch a cold my son...



Panagiotis Xourafas



 

Monday, 23 December 2013

Πλαστές Πινακίδες - Fake License Plates






















 
Ζωή με πλαστές πινακίδες
Πλαστές και του ήλιου οι αχτίδες
Κουρτίνες καλύπτουν τη γύμνια
Στα σπίτια γεμίσαμε γκρίνια.
Κατέβα να παμε μαζί
Στου Άσιμου το μαγαζί
Απόψε κερνάει ρακή
Και μιά κατσαρόλα φακή.
 

Ζωή με πλαστές πινακίδες
Πλαστές σαν του γέρου ελπίδες
Γεράσαμε απόψε νωρίς
Και δεν την αντέχω χωρίς
Tην γεύση της δόσης του τρόμου
Το σκοτωμένο γατάκι του δρόμου
Σαν ζόμπι με ένα εφιάλτη τρελό
Πως θα γυρίσει ταινία μελό.


Ζωή με πλαστές πινακίδες
Αλήθεια ποτές σου δεν είδες
Οι ψυχές των ανθρώπων παγώσαν
Των παιδιών τα παιχνίδια τελειώσαν
Τα χέρια μας δέκα δαιμόνια
Αγιάζουν σε γκρίζα σαλόνια
Κι όλο νυχτώνει νωρίς κι έχει κρύο

Φεγγάρι κομμένο στα δυό, σαν αιδοίο.  



..................



Life with fake license plates
Fake as the rays of the sun
Curtains cover nakedness
At homes we are filled with moan.
Come down along with me
To go and visit Asimos' store
Tonight all raki is on him
And a casserole of lentils too.

Life with fake license plates
Fake as an oldman's hopes
Tonight we grew old early 
And I can't take it without
The taste of the dose of fear
The killed kitten on the street
Like a zombie with a weird nightmare
That it will star in a weepy movie.

Life with fake license plates
You never saw any truth
Men's souls were frozen
Children's games were finished
Our hands are ten demons
Becoming holy in grey sitting rooms
And the days are shorter and colder
The moon is cut in two, like a pudenda. 




Panagiotis Xourafas


Saturday, 21 December 2013

7 Νάνοι Στο S/S Cyrenia - 7 Dwarfs In S/S Cyrenia

 


Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.


Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.


Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιός θε να την πιεί σ’ ένα ποτήρι.

 
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.


Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;


Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.


Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει.



.............................



Seven. It fits you on the left, don't push it 
All are set in an empty palm. You look like 
locked rooms, the smell of the mainland. 
The youngest one sounds from a hollow reed.

Sim polishes the two bases of the engine 

Rek lubricates the helm when needed. 
With a feather Goby exorcises malaria 
And Haram the cripple leavens buns.

They jump from the crow's nest to the hardtack 

- Can I ever not do you anything as a favor? 
A blond blue-eyed daughter who always studied 
I wonder who the prince will be to'drink her in a glass'.

Raman cross-eyed, crazy you, dissolver of spells, 

blow up the star of the southern cross and make it
come down in a pile scattering the scuttles, and tell 
the same star to take me to the foot of a tree.

Tot that is missing an arm but always spinning,

trying to put manly pants on this incredible gang. 
- Esther, what biblical hangover you dispense while walking 
- Ruth, don't you speak? Why are these two hundred staggering?

Salah, the deaf man, sweeps the deck. 

- With a scraper clean me up from the ship paint 
But there is something deeper keeping me dirty. 
- My son, where are you going? I am going to the sea, Mom.

And so, we go down along with these seven. 

With the rain, and the storm commanding us. 
In your eyes there is a living sea, I remember... 
The last one with a flute plays to me a lullaby.



 Nikos Kavvadias 






Wednesday, 18 December 2013

Ένα Ποίημα Κλειδωμένο Στο Συρτάρι - A Poem Locked In The Drawer



 
















Σκαρφαλώνω στα κύματα
πίσω μου αφήνω την αλμύρα
τού πελάγου ενώ η λύρα
απαλά μού ροδίζει τα βήματα.


Σκαρφαλώνω στα κύματα
να μουσκέψω τον ήλιο
να ντυθώ το ειδύλλιο
να γδυθώ τα προσχήματα. 


Σκαρφαλώνω στα κύματα
με παλιά όνειρα θύματα
του χεριού μου τα νεύματα
των χαμών μου τα πνεύματα.


Σκαρφαλώνω στα κύματα
σε κορφές απ' απάτητη μοίρα
σαν τους δρόμους που πήρα
στης καρδιάς τα σκιρτήματα.


Σκαρφαλώνω στα κύματα
ο καημός είμ' εγώ του βαρκάρη
στο υγρό των καιρών μου συρτάρι
κλειδωμένα κρατάω ποιήματα.



....................



I climb the waves
leaving saltiness behind
while the lyre of the pelago 
softly flushes my steps. 

I climb the waves
to soak up the sun
to get dressed the romance
to undress of  pretense.

I climb the waves
with old dreams for victims 

with the winks of my hand 
and the losses of my spirits.

I climb the waves
on peaks of untrodden fate
like the roads that I took
in the stirrings of my heart.

I climb the waves
I'm the boatman's longing
in the damp drawer of my times
I keep some poems locked.





Panagiotis Xourafas

Tuesday, 17 December 2013

Ασημένια Πιρόγα - Silver Pirogue



























Οταν πονάω ονειρεύομαι
πιρόγα ασημένια την αυγή
μακριά ότι με πάει σ'άλλη γή
γιατί στης νύχτας την σιγή
παιδί ξυπνώ και αγριεύομαι.


Ψυχή της θάλασσας σπαργή
στο σύθαμπο έχεις ανα χείρας
το νεκροφίλημα της μοίρας
κι απο τα βάθη της αλμύρας
στον ουρανό στάζεις οργή.


Οταν πονάω ονειρεύομαι
το φως του Αποσπερίτη
σαν προαιώνιο σταλακτίτη
με αντίτιμο μιάν Αμφιτρίτη
γιά να χω να παινεύομαι.



................


When I'm in pain I dream
of a silver pirogue at dawn
taking me away in another land
for in the silence of the night
I wake up afraid like a child.

Soul like the turgor of the sea
in the gloaming on your hands
you find doom's kiss of the dead
and from the depths of saltness
out of the sky you drip rage.

When I'm in pain I dream
of the light of the evening star
like an eternal stalactite
and the price is an Amphitrite  
to have for me to praise.



Panagiotis Xourafas

Sunday, 15 December 2013

Ασύλληπτη - Unimaginable

























Σώα τα ωά τής ώας στη φωλιά της υπερώας.
Ξεθυμασμένα κύματα λάβωσαν τη λάβα μας.
Mεταξυ ουρανού και γης καταζητούμενοι
και ναυαγοί. Aνάμεσα σε σαπισμένα κουπιά, 
κόκκαλα κι αλυσσίδες. Τα γραφτά μας 
δεν είναι παρά κουκίδες στο χαρτί 
απο μνήμες σινικής μελάνης.

Αλλόκοτα χρόνια.
Στης νιότης μας τα κάτεργα, αφορισμένα κι' άστεγα.
Δεν τα λευτερώσαμε κι ας τριγυρνούν ακόμα.
Ξυπόλυτα μετρούν ασθμαίνοντας, πάνε γυρεύοντας
κάποιες βραδιές αφιονισμένα να χαρίζουνε ξεδιάντροπα 
κρύες πληγές, μεταλλικές απο σκουριές εκλάμψεων.


Σαν σκυλιά τις γλείφαμε να ξεγελάμε ένα τι τον πόνο. 
Μα ο Μάης δεν υπήρξε ποτέ, καταλήξαμε
ένα παραμύθι του Δεκέμβρη ήταν, μνήμη αλαργινή.
Είχε κρημνούς αναπνοών στους κήπους της στέπας
και γερασμένες λεχώνες με πλαδαρές λαγόνες
να ουρλιάζουν απο συνήθεια. Είναι αλήθεια:
Οι σκιές με τις ρυτίδες και το αίμα στις παλάμες τους 
τραγουδούσαν να μοιράσουν τους νεκρούς της νύχτας.


Παραμιλούσαν απο αγάπη, κι απο θύματα οι θύτες 
με παραγάδι άπλωναν πεφτάστερα στην άμμο,
λεπτά κουφάρια και βαριές σιωπές.
Γεμίζαν πριονίδι και νέφτι 
τα συννεφιασμένα τους φτερά 
οι νεκροπομποί κύκνοι στις λίμνες των ματιών,
και μεις βαυκαλιζόμασταν με την αθανασία τους.
Κάποιοι τους ειπαν και θεούς ,μα αλίμονο:
Στο ανώφλι του σπιτιού μας 
μούχλιαζε το Μαγιάτικο στεφάνι 
και ξεθώριαζε ο κέρινος σταυρός.

Στον προθάλαμο ο Κλέε, δίπλα ο Τζιότο
ζωγραφιές αναπόδραστης συντέλειας οι ώρες 
που μας προσπέρναγαν πικρά 
σαν ασπρόμαυρες ανεμώνες.

Σαν κυνηγημένα θεριά αλλάζαμε όνομα κι αριθμό,
να αποφύγουμε την πάλη με τον ανέστιο εαυτό.
Για χρονια πλάνητες ωσπου να πειστούμε
πως τα δάκρυα δεν εκκρίνονται 

οταν δεν εγκρίνονται, 
ώσπου στο πετσί μας να νιώσουμε πως 
αν τον σταυρό μάς τον χαρίζουν άλλοι
με δικά μας καρφιά πάντα σταυρωνόμαστε.


Μα κι αν οι τάφοι μας είναι ασύλητοι
η ζωή μας είναι ασύλληπτη.



..........................




Unharmed are the ovules of selvage in the palatine nest.
Collapsed waves wounded our lava.
Between heaven and earth we are both wanted men
and castaways. Among rotten oars, bones and chains. 
Our writings are nothing more than paper dots
from memories of indian ink.

Weird years.
In the galleon of our youth, excommunicated and roofless.
We haven't set them free though they still ramble on.
They count barefoot, panting, go asking for trouble
bigoted shamelessly giving cold wounds of metal, 
from slag flares.

We licked them like dogs to fool the pain a bit.
But May never really existed as we ended up;
it was just a December's fairy tale, a distant memory.
There were steep breaths in the gardens of steppe
and aged new mothers with flabby flanks
screaming out by habit. It is true:

The shadows with wrinkles and blood on their palms 
were singing to share the dead of night.
Deliriously talking from love, victims and abusers
with a longline reached out shooting stars on the sand,
thin corpses and heavy silences.
The bearer swans filled in sawdust and turpentine 
their cloudy wings, in the eye lakes
and deluded ourselves with their immortality.
Some men said they were gods, but alas:
On the lintel of our house
mildewed the wreath of May
and faded the candle light cross.

In the hall Klee, along with Giotto,
pictures of inescapable doom are the hours
walking us past bitterly,
like black and white anemones.

Like hunted beasts we changed name and number, 
to avoid fighting with our homeless self.
For years wanderers until we convinced ourselves
that tears are not secreted 
if not authorized,until we feel in our skin that always
if the cross is given to us from others
with our own nails always are we crucified.
 
But even if our graves are unlooted
our lives are unimaginable.






Panagiotis Xourafas

Painting: Paul Klee  
(Tale A La Hoffmann-1921)

Tuesday, 3 December 2013

Πορτρέτο Προλετάριου - Proletarian Portrait

 












Μια ψηλή νέα γυναίκα δίχως καπέλο
με ποδιά.

Πιάνει πίσω τα μαλλιά της καθώς στέκεται
στον δρόμο.

Το ένα της πόδι με κάλτσα πλεκτή ακουμπά
στο πεζοδρόμιο.

Το παπούτσι στο χέρι της. Κοιτάζοντας  
με προσοχή μέσα σ'αυτό.

Τραβά έξω το χαρτόνι της σόλας
για να βρει το καρφί

που την πλήγωνε.



.....................


A big young bareheaded woman
in an apron

Her hair slicked back standing
on the street

One stockinged foot toeing
the sidewalk

Her shoe in her hand. Looking
intently into it

She pulls out the paper insole
to find the nail

That has been hurting her




William Carlos Williams

Friday, 22 November 2013

Πενθεσίλεια ΙΙ - Penthesilea II

























































Τhe flesh is a trophy in your hands.
Naked from a mask, naked like a breath
in the penumbra of life's end
in the penumbra of death's entrance.
I respect the untamed of your love
and I yield to your heel's lust
licking up weaknesses.
Because you are tangy in battle
but raw in love.
My eye's popped out
but my breast is in place,
perforate, upright,
ready to put down in a carnivorous earth.
I can not see you,
but I can still feed you.
What is love leaned on an agonizing body?
A fight against finite?
An anguish on its behalf?
This moment I can fit neither in life nor death.
The only place of adoration is in your arms
while disrupting its garments
to win a little more time
with my cells degeneration.
I forgive you for revealing my mortality.
Hands dirty from the blood
hands cleansed from the heat of the battle.
Dead or disjointed only then you can love me?
The arrows of love are spears of death
because you never confessed your faith in lust.
You know, times give no absolution.
Queen.
I 've just managed to fit in the throne,
and as I widened I fell in the world of mortals
kneeling more and more to the crack of your sole,
and then wherever you stepped I got in.



Aglaia Milia













Wednesday, 20 November 2013

Πενθήλιος - Mourning Sun





























Τον Πενθήλιο εκτόξευσε
απ την κοιλιά του κανονιού
και σκότωσε την νύχτα
που αργοσβήνει σβήνει,
με μιά τελευταία βολή
σκίσε το μαύρο σώμα
της αδειανής αιωνιότητας,
ετσι απλά ξέσκισε το
με του ανέμου το λεπίδι
και μετά επέστρεφε
νικηφόρα νέα γέννα
σαν χίλια ηλιοτρόπια μαζί
χορεύοντας γύρω απο όλους
τους χλωμούς ανόητους
που πίστεψαν πως απλά 

μπορούσαν να εκτελέσουν
τη σιωπή, με ενα χυδαίο φως. 


 
..................

Shoot the Mourning Sun
from the cannon's belly
and kill the night 
that slowly is dying dying,
with one last ball
rip the black body
of empty eons,
just rip them off
with the razor of the wind
and then come again
victorious, new born
like a thousand heliotropes
dancing around all these
pale fools who thought
they'd just terminate
silence, with a vulgar light.



Panagiotis Xourafas



Friday, 15 November 2013

Ένας Ποιητής - A Poet

 















Αποτυχίες, συμβιβασμοί, αλκοόλ, 
χειρόγραφα σκισμένα,
πράξεις ηρωισμού στη φαντασία μου, 
αφήνοντας σαν τον αυνανισμό, 
μιαν αίσθηση ταπεινωμένου αντρισμού, 
λαχεία που πέφτουν στις ονειροπολήσεις μου,
ο χρόνος και η φιλοδοξία που σαν σκυλιά 
μοιράζονται τα κόκαλά μου
κι άλλοτε μια λύσσα 
να εξευτελιστείς για να ξεχάσεις
όλα όσα δεν έγιναν ή μήπως υπομείνεις
αυτά που είναι να γίνουν. 
Κι η ποίηση; Η ποίηση-ένας τρόπος
για να πεθαίνεις όλο και πιο δύσκολα κάθε μέρα…


........................



Failures, compromises, alcohol, 

manuscripts torn, 
acts of heroism in my imagination, 
leaving like masturbation 
a sense of humiliated manhood, 
lotteries winning in my daydreams, 
time and ambition that like dogs 
keep sharing my bones 
and sometimes a kind of rage
to be humiliated so as to forget 
everything that wasn't done ​​or 
maybe endure what is to be done. 
And poetry? Poetry-is a way 
to die harder and harder every day ...




Tasos Livaditis

Wednesday, 13 November 2013

Η Οδύνη Μου - My Anguish









Η οδύνη μου έχει χρώμα,
γαλάζιο με ρίγες γκρί.
Σαν τη πιτζάμα που έραψα
νωρίς το πρωί με ύφασμα
απο σύννεφα ατόφια, 
πλυμένα απο γάλα μαστικό, 
με καθρεφτισμένες 
τις υποψίες ,να επιπλέουν
σαν νεοσσοί νεκρών πουλιών
στην αλπική λίμνη.

Η οδύνη μου έχει μνήμη,
πάντα με επισκέπτεται
εν τη ρύμη του χρόνου
σαν τακτική αρμένικη βίζιτα,
αρμενίζοντας μεσωκέανα
γνώσεις και απογνώσεις.

Η οδύνη μου ειναι αναχώρηση.
Οχι αποχώρηση, ούτε υποχώρηση.
Κάθε που λύνεται ο κάβος
και ξεχύνονται τα πλοία,
δένουν οι θύμησες βουνά.

Η οδύνη μου είναι ταξίδι παρθενικό.
Δεν ξέρω άλλο αν με ξέρω.
Χαμένος στην ομίχλη
στη μέση του δρόμου
παρατηρώ και παραληρώ.
Τα παιδικά τα χρόνια μου,
τώρα πια μοιάζουν με χιόνια.
Λευκά και όμορφα και αγνά. 
Ποιός είπε οτι είναι παγωμένα;
Μα κρύα είναι τα ρυτιδιασμένα χέρια,
κρύα και τα παράρριζα
των ανθρώπων δέντρων
με το πηγμένο αίμα.

Η οδύνη μου είναι ωραία, 
σαν ετοιμόγεννη αχτίδα του πρωινού
ποθητή σαν τη γλαυκή δίνη 
των περιπτύξεων του νερού.

Η οδύνη μου ειναι πάντα το παν
σαν τη στιγμαία πεταλούδα
στο ακρώμιο της ουτοπίας.

Η οδύνη μου ειναι ανυπόφορη.
Κάθε μέρα που περνά
μου κρυφοφανερώνει
πως θέλει να γενεί ωδίνη.
Έτσι για να εξιλεωθεί
εν τέλει, μέσω αυτής, 

ολόκληρο το σύμπαν.


....................


My anguish has colour
blue with grey stripes.
Like the pyjamas I sewed
early in the morning 
with fabric of solid clouds
washed by breast milk,
with mirrored suspicions floating 
like nestlings of dead birds
on the alpine lake.

My anguish has memory,
it always comes to find me
in the momentum of time
like a regular Armenian visit,
sailing on the midst of the ocean 
with knowledge and despair.

My anguish is departure.
No withdrawal or retreat.
Every time the head rope is untied
memories bind mountains.

Μy anguish is maiden voyage.
I don't know if I still know myself.
Completely lost in the mist
in the middle of the road
I keep watching and raving.
My childhood years now 
they look like snow; 
white ,beautiful and pure.
Who said it was frozen?
Cold are the wrinkled hands,
cold are the radicels of the tree men
with clotted blood.

My anguish is great,
like a heavily pregnant 
morning glimmer,
lustful like the glaucous vortex
of the embracing water.

My anguish is always my everything
like the instant butterfly
on the acromion of utopia.

My anguish is unbearable.
Every passing day,
it secretly reveals to me  
that wants to become travail.
So as to be expiated
finally, through itself,
the entire universe.




Panagiotis Xourafas

 

Monday, 11 November 2013

Νοέμβριος - November





Καμιά σκιά
Κανένα αστέρι
Κανένα φεγγάρι

Καμιά φροντίδα
Ο Νοέμβριος
Πιστεύει μόνο
Σε ένα σωρό από ξερά φύλλα
Και σ'ένα φεγγάρι 

Που είναι στο χρώμα των οστών
 
Καθόλου προσευχές για τον Νοέμβριο 

Να παραμείνει περισσότερο
Κόλλα το κουτάλι σου στον τοίχο
Εμείς θα τους σφάξουμε όλους

Ο Νοεμβριος με έχει δέσει
Σε ένα παλιό νεκρό δέντρο


Πείτε μιά λέξη στον Απρίλιο
Για μένα, να με διασώσει
Απ' την ψυχρή
του Νοεμβρίου αλυσσίδα
 

Φτιαγμένος από υγρές μπότες και βροχή
Και λαμπερά μαύρα κοράκια

Πάνω απο λωρίδες καπνού της καμινάδας
Ο Νοέμβριος φαίνεται περίεργος
Είσαι το εκτελεστικό μου απόσπασμα
Νοέμβριε

Με τα μαλλιά μου προς τα πίσω
Με γυαλιστικό απο ψοφίμι
Με το αίμα του φασιανού
Και το οστό του λαγού
 

Δεμένος στα κέρατα
Ενός σερνικού ελαφιού
Αφημένου να κυματίζει στο ξύλο

Σαν σημαία ελαφιού τουφεκισμένου

Φύγε εσύ ρύγχος της βροχής
Φύγε μακριά, και σβήσε το μυαλό σου
Νοέμβριε.



...........................



No shadow
No stars
No moon
No care
November
It only believes
In a pile of dead leaves
And a moon
That's the color of bone
 
No prayers for November
To linger longer
Stick your spoon in the wall
We'll slaughter them all


November has tied me
To an old dead tree
Get word to April
To rescue me
November's cold chain


Made of wet boots and rain
And shiny black ravens
On chimney smoke lanes
November seems odd
You're my firing squad
November


With my hair slicked back
With carrion shellac
With the blood from a pheasant
And the bone from a hare


Tied to the branches
Of a roebuck stag
Left to wave in the timber
Like a buck shot flag


Go away you rainsnout
Go away, blow your brains out
November 





Tom Waits