Monday 31 January 2011

Srecan Rodjendan Valcer

 Άν τo σώμα σου είναι 
το βιολοντσέλο
το χέρι μου είναι 
το δοξάρι.
Αν η ψυχή σου είναι 
η μελωδία της γέννησης 
της θάλασσας
-σαν κύμα αφρισμένο 
αέναης σύνθεσης-
είναι τότε ολάκερο το είναι μου 
μιά αμμουδιά.
Ο χρόνος όλος ήταν και είναι
το βάλς του νερού με την άμμο.
Δεν υπάρχουν βράχια κοφτερά
εκεί που κατοικώ
να το θυμάσαι αυτό,
στα άνηχα διαστήματα,
όσο προγυμναζομαι στα σέρβικα.


Panagiotis Xourafas


Tuesday 25 January 2011

El Camino Largo - The Long Road

 Και είπα τότε στον λύκο:
"Τώρα ο κόσμος έχει πιά αλλάξει
Κι' οι πηγές είναι μεταφερόμενα ίχνη
απ' τις πατημασιές μου στο δάσος.
Απομακρύνομαι από την βροχή 
των λέξεων στον αέρα.
Κολυμπώ με καρχαρίες και 
αποθέματα ετοιμοθάνατων ψαριών.
Αυτό το καλάθι είναι απλά 
η νοσταλγία της μητέρας μου,
ένας σχηματισμός από σύννεφα 
το απόγευμα.
Μην θαρρείς πως είσαι ασφαλής 
από τα τέρατα της νύχτας.
Έχω τα μεγάλα τούτα μάτια
Που δεν σταματουν ποτέ να κοιτάζουν."

.........................

Y entonces le dije al lobo:
"Ahora el mundo ha cambiado
Y los manantiales de agua se llevan los rastros
de mis pasos en el bosque.
Me alejo de los sembradores de palabras en el aire.
Nado entre los tiburones y los saldos de los peces moribundos.
Aquella canastita es solamente la nostalgia de mi madre,
una forma de las nubes en la tarde.
No te creas a salvo de los monstruos de la noche.
Yo tengo los ojos tan grandes
Para nunca dejar de mirarte. "

........................

And then I said to the wolf:
"Now the world has changed
And the springs are carried traces
of my footsteps in the forest.
I move away from the sowers of words in the air.
Swim with sharks and dying fish stocks.
That basket is just the nostalgia of my mother
a form of clouds in the afternoon.
Do not think you're safe from  

the monsters of the night.
I have the big eyes
To never stop looking. "



Sylvina Bach

Κάποτε Και Τα Λόγια Ριζώνουν - A Time When Even Words Root

Μια φορά ήταν ένας βασιλιάς και είχε στο κεφάλι του ένα κερατάκι. Το είχε πολύ κρυφό, μα πώς να το κρύψει και από τον κουρέα του; Κάθε φορά όμως που πήγαινε να του κόψει τα μαλλιά, ο βασιλιάς τον φοβέριζε να μην το πει σε κανένα, γιατί θα του πάρει το κεφάλι. Άλλος κανένας δεν το ήξερε εκτός από τον κουρέα του βασιλιά.
Ο κουρέας δεν μπορούσε να βαστάξει το μυστικό, μα φοβόνταν πάλι. Τι να κάνει; 
Πού να το ειπεί;Πήγε σ’ ένα πηγάδι, έσκυψε αποπάνω και φώναξε μ’ όλη του την καρδιά: Ο βασιλιάς έχει κερατάκι!
Ύστερα από λίγον καιρό το πηγάδι ξεράθηκε, και φύτρωσε μέσα του μια καλαμιά. Η καλαμιά μεγάλωσε και μια μέρα πέρναγε ένας τσοπάνης, έκοψε την καλαμιά κι έκανε μια φλογέρα και την έπαιζε. Μα η φλογέρα έλεγε: Μπι, μπι, ο βασιλιάς έχει κερατάκι, ο βασιλιάς έχει κερατάκι! Το άκουσε ένας, το άκουσε άλλος, το έμαθε όλη η χώρα, έφτασε και στ’ αυτιά του βασιλιά.Στέλνει ο βασιλιάς, φωνάζει τον κουρέα.
  – Πού τον είπες αυτόν το λόγο; τον ρωτάει.
  Ο καημένος ο κουρέας ορκιζόταν πως δεν το είπε σε κανένα. Μόνο μια φορά, λέει, δεν βάσταξα και πήγα και το είπα μέσα στο πηγάδι.Φωνάζουν και τον τσοπάνη κι αυτός μαρτύρησε πως τη φλογέρα την έκαμε από ένα καλάμι που βγήκε μέσα στο πηγάδι.  Έτσι φανερώθηκε πως κάποτε ριζώνουν και τα λόγια.

Παραδοσιακό Παραμύθι.



Once there was a king and had a little horn on his head. He had it as a secret, but how to hide it from his barber? Every time he was going to cut his hair, the king bullied him not to tell anyone because he would have his head off. Thus, nobody knew it except the poor barber of the king. The barber could not endure the secret, but feared too much. What to do? Where to say? He went to a well, leaned overhead and shouted with all his heart: The king has a little horn! After some time the well dried out, and grew a cane in it. The cane grew tall enough and one day a shepherd passing by, cut the stubble and made a flute out of it and played. But the flute said: Bee, bee, the king has a little horn, the king has a little horn!
People listened to the flute day by day so one day 
the whole country knew about the horn, and obviously it reached the ears of the king. The king angry as hell asks to send him the barber in his palace. When the king faces the barber he shouts at him:- To whom or where did you say about this? The poor barber swore that he told noone. Only once, he said, I couldn't take it any more and went and told the well. After that they called the shepherd who accepted he made the talking flute out of this stubble in that well
This pointed out that there is a time when even words root.


Traditional Greek Fairy Tale

Sunday 23 January 2011

The Waltz Of The Lost Dreams






Η Καρδιά Μας

Η καρδιά μας είναι ένα κύμα 
που δεν σπάει στην ακρογιαλιά.
Ποιός μαντεύει τη θάλασσα, 
απ' όπου βγαίνει η καρδιά μας; 
Αλλά είναι η καρδιά μας 
ένα κύμα μυστικό, χωρίς αφρό. 
Βουβά πιάνει μία στεριά. 
Και αθόρυβα σκαλίζει 
το ανάγλυφο ενός πόθου,
που δεν ξέρει απογοήτευση 
και αγνοεί την ησυχία.

.....................

Our Heart 


Our heart is a wave
that doesn't break on the shore.
Who can guess the sea,
where our heart comes out from?
But our heart is 
a secret wave, with no foam.
Silently reaches a land.
And noiselessly delves into
the relief of a desire,
which knows no disappointment
and ignores ease.





Poetry : Giorgos Sarantaris
Music : Manos Hatzidakis (The Waltz Of The Lost Dreams)
Video Link : http://www.youtube.com/watch?v=5q9H2cd36RU&feature=player_embedded

Thursday 20 January 2011

Το Σπίτι Κοντά Στη Θάλασσα - The House Near The Sea

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα 
πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει 
τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει το κυνήγι
είταν καλό στα χρόνια μου, 
πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν 
ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι 
μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως 
με την ουρά της
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίιτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που πάιζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ' ένα κρεββάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθεί, πως τον στολίζουν
μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να 'ρθεί να μ' αποχαιρετήσει
ή μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις. 

........................

The houses I had they took away from me. The times
happened to be unpropitious: war, destruction, exile;
sometimes the hunter hits the migratory birds,
sometimes he doesn’t hit them. Hunting
was good in my time, many felt the pellet;
the rest circle aimlessly or go mad in the shelters.
Don’t talk to me about the nightingale or the lark
or the little wagtail
inscribing figures with his tail in the light;
I don’t know much about houses
I know they have their own nature, nothing else.
New at first, like babies
who play in gardens with the tassels of the sun.
they embroider colored shutters and shining doors
over the day.
When the architect’s finished, they change,
they frown or smile or even grow stubborn
with those who stayed behind, with those who went away
with others who’d come back if they could
or others who disappeared, now that the world’s become
an endless hotel.
I don’t know much about houses,
I remember their joy and their sorrow
sometimes, when I stop to think;
again
sometimes, near the sea, in naked rooms
with a single iron bed and nothing of my own,
watching the evening spider, I imagine
that someone is getting ready to come, that they dress
him up
in white and black robes, with many-colored jewels,
and around him venerable ladies,
gray hair and dark lace shawls, talk softly,
that he is getting ready to come and say goodbye to me;
or that a woman—eyelashes quivering, slim-waisted,
returning from southern ports,
Smyrna Phodes Syracuse Alexandria,
from cities closed like hot shutters,
with perfume of golden fruit and herbs—
climbs the stairs without seeing
those who’ve fallen asleep under the stairs.
Houses, you know, grow stubborn easily when you strip
them bare.


Giorgos Seferis

Ionian

 
























Just because we've torn their statues down,
and cast them from their temples,
doesn't for a moment mean the gods are dead.
Land of Ionia, they love you yet,
their spirits still remember you.
When an August morning breaks upon you
a vigour from their lives stabs through your air;
and sometimes an ethereal and youthful form
in swiftest passage, indistinct,
passes up above your hill.



Constantine Cavafy

Tuesday 18 January 2011

Μένανδρος. Μία Ρήση

Άνθρωπον όντα σαυτόν 
αναμίμνησκε αεί

-Να υπενθυμίζεις αδιάκοπα 
στον εαυτό σου 
ότι είσαι άνθρωπος

..............................



Always remind yourself 
that you are human.


Μenander 

Ξεχασμένος Καλλιτέχνης - Forgotten Artist

Ένας ζωγράφος, 
μες το απόγευμα, 
σχεδίασε ένα τραίνο.
Το τελευταίο βαγόνι 
ξέκοψε από το χαρτί
και ξαναγύρισε μονάχο 
του στην αποθήκη.
Μέσα σ’ αυτό 
ακριβώς το βαγόνι 
καθόταν ο ζωγράφος.

.................
A painter , 
in the afternoon,
drew a train.
The last wagon 
was detached 
from the paper 
and came back alone
to the basement.
In this very wagon 
the painter was sitting.



Giannis Ritsos

Απροσπέλαστα Από Τον Πόνο Παλάτια

Προμηθεύς Δεσμώτης στιχ. 955-959

Νέον νέοι κρατείτε και δοκείτε δη
Ναίειν απενθή πέργαμ ουκ εκ των δ΄εγώ
Δισσούς τυράννους εκπεσόντας ησθόμην;
Τρίτον δε τον νυν κοιρανούντα επόψομαι
Αίσχιστα και τάχιστα


Νέοι, νέαν εξουσία κατέχετε 
και νομίζετε πως κατοικείτε απροσπέλαστα 
απ τον πόνο παλάτια 
Μήπως δεν είδα μέχρι τώρα 
την καθαίρεση δύο τυράννων;
Έτσι και τον τρίτο τον σημερινό αφέντη θα δω
Να πέφτει πολύ άσχημα και πολύ σύντομα


...............................

Prometheus Bound, v.955-959

You're young! New come 
to power and you suppose 
Your towered citadel Calamity
Can never enter! Ah, and have not
Seen from those pinnacles a two-fold fall
Of tyrants? And the third, who his brief "now"
Of lordship arrogates, I shall see yet
By lapse most swift' most ignominious,
Sink to perdition.


 Aeschylus 

Tuesday 11 January 2011

Ελευθερία - Freedom

Πέτα το βάρος
την πάνω πάνω
αμφιβολία
την επιφανειακότατη
πικρία
προτού 
διαβούμε 
το φραγμό
λιγάκι 
φωτεινότερα 
σαν δίχως σώμα 
επί τα ίχνη 
της λήθης 
ν'αγαπάμε 
ότι μας 
πλήγωσε.

......................

Тhrow the burden away 
the doubt
the one on top
the skin deepest
bitterness
before
we pass through
the barrier
a bit
brighter
as if  bodiless
looking out for
oblivion
to love
whatever
hurt us.



Günter Dietz

Friday 7 January 2011

Ιερή Θαλπωρή - Sacred Warmth



 














In this threshold, hidden flounce
rope walking towards these borders
surfing towards rocky shore
music
eternally young
earth, sky and affection
sacred warmth: exile
grass, wave and cloud, purity of emptiness
lonely heart that doesn't ask.

Everywhere life and unspeakable hymn.




Zisis Oikonomou

Thursday 6 January 2011

Η Οργή Των Νεκρών Και Των Βράχων Τα Αγάλματα

Εμείς (οι Έλληνες πολίτες) διαφθείραμε τον Θ. Πάγκαλο.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης
ήδη από τον Μάιο του 2010 και ενώ η χώρα έμπαινε στην μέγκενη του μνημονίου έκανε διεθνή εκστρατεία για να πείσει τους ευρωπαίους εταίρους μας ότι δε φταίει αυτός και το σόι του 
(βλέπε οι υπόλοιποι πολιτικοί ) για την κατάντια της χώρας μιλώντας στην Οξφόρδη σε διεθνές ακροατήριο.
Φταίνε οι Έλληνες!
O Θ. Πάγκαλος ανέλυσε το πώς 
οι …διεφθαρμένοι έλληνες πολίτες διαφθείρουν τους έλληνες πολιτικούς λέγοντας χαρακτηριστικά :
«Κανένας πολιτικός δεν είναι τόσο διεφθαρμένος ώστε να βγαίνει στους δρόμους και να στρατολογεί ψηφοφόρους. 
Κάθεται στο γραφείο του και διεφθαρμένοι πολίτες πάνε και τον βρίσκουν».
Μάλιστα κατά τον κ. Πάγκαλο οι …διεφθαρμένοι έλληνες πολίτες είναι απόγονοι  μερικών αγραμμάτων που δεν μιλούσαν καν ελληνικά οι οποίοι έκαναν την επανάσταση του 21. Στην συνέχεια αυτοί οι αγράμματοι, όπως είπε, ψήφιζαν οποιονδήποτε για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Βέβαια δεν παράλειψε να προσθέσει ότι εκτός των άλλων οι Έλληνες έχουν την ψευδαίσθηση ότι είναι απόγονοι του Περικλή…Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. 
Ζηλεύοντας την «δόξα» των δικών του προγόνων που δεν διέπρεψαν για την προσήλωση τους στην δημοκρατία ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης... έθεσε εκτός νομιμότητας τις διαδηλώσεις και ταύτισε όσους μετέχουν σε  αυτές με... δολοφόνους. Με όσους για την ακρίβεια «οργανώνουν δολοφονίες άλλων ανθρώπων».
 (Αναδημοσίευση από άρθρο στο Greek Money 
- Independent News Portal , στις 4/1/2011)

Τί να πεί κανείς γι' αυτόν τον ολίγιστο και απεχθή αντιδημοκράτη γιαλαντζί Έλληνα...
Ίσως μόνο τα λόγια του Ελύτη απ' το Άξιον Εστί να του ταιριάζουν :
 
Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σε μένα
τον ολοένα ερημούμενο 
από τις φυλές των Ηπείρων
και απ' αυτές πάλι αλαζονικά,
ολοένα, δοξαζόμενο!
Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς
και τον Στάχυ ο Νότος
τη φορά τού ανέμου εξαγοράζοντας
και των δέντρων τον κάματο 
δύο και τρείς φορές
ανόσια εξαργυρώνοντας.
Άλλο εγώ, 
πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα τού ήλιου δεν εγνώρισα
 και πάρεξ,
τη σταγόνα τού νερού στα άκοπα γένια μου δεν ένιωσα
μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας
αιώνες και αιώνες.
Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.
Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα
όπως ο ασκητής το θεό του.
Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι
και στα κρυφά μου αντικαταστήσανε 
την παρθένα του βλέμματος.
Εζυγίσανε την χαρά μου και την βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Την χαρά μου κάτω πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε,
τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ την χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν,
με καλάμι πικρό την χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός, τόσο βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:


ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ'ΑΓΑΛΜΑΤΑ!




Odysseas Elytis



Sunday 2 January 2011

Η Δεύτερη Μας Σκέψη - Our Second Thought


Βουβός κρότος
Έσπασε τη θάλασσα
Θρυμματίστηκε σαν βάζο

Τόσο εύκολα σπάει η θάλασσα;
Ούτε η θάλασσα σπάει
Ούτε εμείς με το πρώτο.


..................

Speechless click
It broke the sea
Shattered like a vase

So easily
the sea breaks ?
Neither the sea breaks
Neither do we by the first blow.


Irini Protopapadaki