Στον Frank O’Hara
Κάποιες φορές όταν
τα μάτια μου είναι κόκκινα αναβαίνω στην κορυφή
του κτιρίου της RCA
και ατενίζω
τον κόσμο μου,
το Μανχάτταν -
τα κτίρια μου,
τους δρόμους
που έκανα
τα κατορθώματά μου,
τις σοφίτες, τα κρεβάτια,
τα φτηνιάρικα διαμερίσματα
- αποκάτω στην Πέμπτη λεωφόρο
που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,
τα αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια,
μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι
που περπατούν στο μέγεθος
μάλλινων ψηγμάτων -
Πανόραμα των γεφυρών, ξημέρωμα
πάνω από τη μηχανή του Μπρούκλυν,
ο ήλιος δύει στο Νιου Τζέρσεϊ που γεννήθηκα
και στο Πάτερσον που έπαιξα με τα μυρμήγκια -
οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,
οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ,
τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρονξ
πέρα μακριά -
πορείες που διασταυρώνονται
σ’ ετούτους τους κρυμμένους δρόμους,
η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες
και οι εκστάσεις μου στο Χάρλεμ -
- ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι
που εξουσιάζω μ’ ένα κλείσιμο του ματιού
στον ορίζοντα
μέσα στην έσχατη μου αιωνιότητα -
το ζήτημα είναι άπιαστο.
Θλιμμένος,
παίρνω το ασανσέρ και κατεβαίνω,
συλλογισμένος,και περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ’ όλων των ανθρώπων
τις τζαμαρίες, τα πρόσωπα,
κι ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,
και σταματώ, θολωμένος
μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και στέκομαι χαμένος μέσα σε χαλαρές σκέψεις,
με την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της 5ης λεωφόρου
πίσω μου
προσμένοντας για μια στιγμή όταν …
Είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω
τα ρομαντικά νέα του πολέμου στο ραδιόφωνο
… κάθε κίνηση παύει
και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,
η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,
τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,
το πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη
κάποιου παραθύρου - το σούρουπο -
όταν δεν νιώθω καμιά επιθυμία -
για καραμέλες - ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα
αμπαζούρ της διανόησης -
Σαστισμένος με το θέαμα γύρω μου,
άντρες να αγκομαχούν στο δρόμο
με δέματα, εφημερίδες,
γραβάτες, όμορφα κοστούμια
σύμφωνα με το γούστο τους
άντρες, γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια
κόκκινα φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και
ελεγχόμενες κινήσεις -
Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν
τόσο διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,
μέσα από λεωφόρους
στοιχειωμένες από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα
των φτωχικών συνοικιών
μέσα από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση
αυτοκίνητα και μηχανές να ουρλιάζουν
με τόσο πόνο σ’ αυτήν την
εξοχή, σ’ αυτό το νεκροταφείο
στην γαλήνη
του νεκροκρέβατου ή του βουνού
που κάποτε αντίκρισα
ποτέ δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα
να έρθει στο μυαλό μου
όπου ολόκληρο το Μανχάτταν που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.
...................
To Frank O’Hara
Sometimes when my eyes are red
I go up on top of the RCA Building
and gaze at my world, Manhattan—
my buildings, streets I’ve done feats in,
lofts, beds, coldwater flats
—on Fifth Ave below which I also bear in mind,
its ant cars, little yellow taxis, men
walking the size of specks of wool—
Panorama of the bridges, sunrise over Brooklyn machine,
sun go down over New Jersey where I was born
& Paterson where I played with ants—
my later loves on 15th Street,
my greater loves of Lower East Side,
my once fabulous amours in the Bronx
faraway—
paths crossing in these hidden streets,
my history summed up, my absences
and ecstasies in Harlem—
—sun shining down on all I own
in one eyeblink to the horizon
in my last eternity—
matter is water.
Sad,
I take the elevator and go
down, pondering,
and walk on the pavements staring into all man’s
plateglass, faces,
questioning after who loves,
and stop, bemused
in front of an automobile shopwindow
standing lost in calm thought,
traffic moving up & down 5th Avenue blocks behind me
waiting for a moment when …
Time to go home & cook supper & listen to
the romantic war news on the radio
… all movement stops
& I walk in the timeless sadness of existence,
tenderness flowing thru the buildings,
my fingertips touching reality’s face,
my own face streaked with tears in the mirror
of some window—at dusk—
where I have no desire—
for bonbons—or to own the dresses or Japanese
lampshades of intellection—
Confused by the spectacle around me,
Man struggling up the street
with packages, newspapers,
ties, beautiful suits
toward his desire
Man, woman, streaming over the pavements
red lights clocking hurried watches &
movements at the curb—
And all these streets leading
so crosswise, honking, lengthily,
by avenues
stalked by high buildings or crusted into slums
thru such halting traffic
screaming cars and engines
so painfully to this
countryside, this graveyard
this stillness
on deathbed or mountain
once seen
never regained or desired
in the mind to come
where all Manhattan that I’ve seen must disappear.
New York, October 1958
Poetry: Allen Ginsberg
Greek Translation: Giannis Livadas