Thursday 20 January 2011

Το Σπίτι Κοντά Στη Θάλασσα - The House Near The Sea

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν.
Έτυχε να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα 
πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει 
τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει το κυνήγι
είταν καλό στα χρόνια μου, 
πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν 
ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.
Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι 
μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως 
με την ουρά της
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίιτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που πάιζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.
Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ' ένα κρεββάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθεί, πως τον στολίζουν
μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να 'ρθεί να μ' αποχαιρετήσει
ή μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.
Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις. 

........................

The houses I had they took away from me. The times
happened to be unpropitious: war, destruction, exile;
sometimes the hunter hits the migratory birds,
sometimes he doesn’t hit them. Hunting
was good in my time, many felt the pellet;
the rest circle aimlessly or go mad in the shelters.
Don’t talk to me about the nightingale or the lark
or the little wagtail
inscribing figures with his tail in the light;
I don’t know much about houses
I know they have their own nature, nothing else.
New at first, like babies
who play in gardens with the tassels of the sun.
they embroider colored shutters and shining doors
over the day.
When the architect’s finished, they change,
they frown or smile or even grow stubborn
with those who stayed behind, with those who went away
with others who’d come back if they could
or others who disappeared, now that the world’s become
an endless hotel.
I don’t know much about houses,
I remember their joy and their sorrow
sometimes, when I stop to think;
again
sometimes, near the sea, in naked rooms
with a single iron bed and nothing of my own,
watching the evening spider, I imagine
that someone is getting ready to come, that they dress
him up
in white and black robes, with many-colored jewels,
and around him venerable ladies,
gray hair and dark lace shawls, talk softly,
that he is getting ready to come and say goodbye to me;
or that a woman—eyelashes quivering, slim-waisted,
returning from southern ports,
Smyrna Phodes Syracuse Alexandria,
from cities closed like hot shutters,
with perfume of golden fruit and herbs—
climbs the stairs without seeing
those who’ve fallen asleep under the stairs.
Houses, you know, grow stubborn easily when you strip
them bare.


Giorgos Seferis

1 comment:

Anonymous said...

τα σχόλια εδώ είναι περιττά, γι' αυτό θα εκφραστώ με ένα τραγούδι...

αυτό από μένα