Πάνε τώρα δέκα μέρες λεβαντένια
που έχεις φύγει για το χειμαδιό σου,
σύντομη τέρψις μα ανέλπιστη θλίψις-
ο ουρανός ένα υπερωκεάνιο αστέρια
λαθρεπιβάτες στην ωραία φυλακή τους
ή ένα βλέμμα παγερό της μοναξιάς
ενός περαστικού ανθρώπου που σιωπηλά
σε προσπερνά με τα χέρια στις τσέπες.
Φλεβάρης μήνας χωρίς αρχή χωρίς τέλος,
κι΄η ομίχλη της Πάρνηθος κρίκος αλυσσίδος
που με δένει με την αγκαλιά σου ένα ελάχιστο.
Στρυφτά τσιγάρα ώρα πολλή σβησμένα
στην τσιγαροθήκη- σαν άνθη μαραμένα,
κοφτερές σαν λάμες δίκοπες οι σκέψεις
κάθε στιγμή ματώνουν τον πέπλο της νύχτας.
Ένα σου λέω: Ο Holderlin ποτέ δεν πέθανε,
εκεί ψηλά στα καταστρώματα του πλοίου
ποτέ δεν έπαψε ν'αναζητά την Diotima του.
Κατάλαβες; Και αν στ'αλήθεια δεν υπήρχες
δεν θα ησύχαζα προτού σ' ανακαλύψω.
..................
It's been ten days now my lavender lady
that you have gone for your winter home,
a short pleasure but a hopeless sorrow-
the sky is an ocean liner full of stars
stowaways in their beauteous prison,
or a frozen glance of solitude
of a man walking silently and passing you by
with his hands in his pockets.
The month is Fabruary with no beginning or end
and the mist of Parnitha is a necklace ring
that ties me up with your arms at least,
rolled cigarettes, extinguished long before
on the ashtray-like faded flowers,
sharp like double-edged blades are the thoughts
and bleed every time the veil of the night.
I tell you one thing: Holderlin never died,
there above on the decks of the ship
he never ceased to looking for his Diotima.
You understand? And even if you really not existed,
I wouldn't be calm till I will find you.
Panagiotis Xourafas
No comments:
Post a Comment