Sunday, 28 January 2024

Η Πρώτη Ανάμνηση - The First Reminiscence























Πήρα να σημειώσω
Όμως διάλεξα το προσημειωμένο
Δεν υπήρχε χώρος για μένα
Η μάσκα είχε το μόνο κενό
Σαν οδηγώ τη βγάζω
Κι άστους να λένε
Γυναίκα στο τιμόνι ο χάρος σε ζυγώνει

Η πρώτη ανάμνηση

Γυναίκα οδηγός
Η μάνα
Η μόνη από πέντε αδερφές

Πρώτο αμάξι
Μαύρο ορθογώνιο
Σαν κινούμενη κάσα
Τα τσουχτερά πρωινά τρεμόπαιζε εκείνη

Το μόνο μου ταξίδι, αυτό το όχημα
Μια μικρή ζωή σε κάθε αλλαγή ταχύτητας
Μια μέρα έφυγε κομματιασμένο

Δεν ήταν μόνο εκείνο το αυτοκίνητο
Την εποχή εκείνη κάθε χαρακτήρας ήταν συνδεδεμένος
Μ' ένα ραδιοκασετόφωνο
Με μια ταπετσαρία
Μ' έναν λεβιέ παραθύρων
Μ' ασφάλειες και κρεμαστά στους καθρέπτες
Μ' ακόμη περισσότερο με μια ξεκάθαρη οσμή

Γι' αυτό τώρα
σχεδον είκοσι πρωτοχρονιές μετά
Όταν αγγίζω το τιμόνι
Η ασυνείδητη μνήμη αρχίζει να απλώνει τις γλώσσες της 
Ξετυλίγοντας τη δική μου εκδοχή της ανάμνησης μιας Μαντλέν

Μόνο που ο κήπος που συνδέεται με τη γεύση
Είναι η μαύρη πίσσα της ασφάλτου



..................




I tried to keep notes
But I chose the annotated one
There was no room for me
The mask had the only gap
When I drive I take it off
And let them say
Woman at the wheel, death approaches

The first reminiscence

Female driver
Mother
The only one of five sisters

First car
Black rectangle
Like a moving casket
In the nippy mornings she flickered

My only trip, this vehicle
A little life in every gear change
One day it went to pieces

It wasn't just that car
At that time every character was connected
With a radio cassette player
With a wallpaper
With a window lever
With insurances and hanging stuff on the mirrors
Even more so with a distinctive smell

That's why now
almost twenty new year's days later
When I touch the steering wheel
Unconscious memory begins to spread its tongues
Unraveling my own version of a Madeleine's reminiscence

But the garden associated with the taste
Is the black tar of the asphalt




Christina Drangana

Tuesday, 16 January 2024

Μόλις Χθες - Hier Encore





Μόλις χθες
ήμουν είκοσι χρονών,
χάιδευα το χρόνο
και χαιρόμουν τη ζωή,
απολαμβάνοντας την αγάπη
και ζούσα τις νύχτες
δίχως να μετρώ τις μέρες 
που χάνονταν στον χρόνο.

 
Έκανα τόσα σχέδια
που έμειναν μετέωρα,
δημιούργησα τόσες ελπίδες
που σκόρπισαν στον άνεμο.
Τώρα νιώθω σαν χαμένος
μην ξέροντας που να πάω,
τα μάτια μου κοιτούν τον ουρανό
μα η καρδιά μου δεμένη είναι στη γη.
 
Μόλις χθες
ήμουν είκοσι χρονών,
σπατάλαγα το χρόνο μου
νομίζοντας πως θα τον σταματήσω,
και με σκοπό να τον κρατήσω 
ή και να τον προσπεράσω
άλλο δεν έκανα παρά να τρέχω
ώσπου μου κόπηκε η ανάσα.
 
Αγνοώντας το παρελθόν,
στρεφόμουν προς το μέλλον
με πρώτο απ' όλα το εγώ μου.
Έλεγα τις απόψεις μου
θέλοντας να κάνω το καλό,
κρίνοντας τον κόσμο
με αυθάδεια.
 
Μόλις χθες
ήμουν είκοσι χρονών,
όμως έχασα το χρόνο μου
κάνοντας χαζομάρες
που δεν μου άφησαν 
τίποτα ξεχωριστό, μονάχα
μερικές ρυτίδες στο μέτωπο
και της ανίας τον φόβο.
 
Όλες οι αγάπες μου πέθαναν
πριν καν υπάρξουν,
οι φίλοι μου έφυγαν
και δεν θα ξαναγυρίσουν.
Έχω πιά μόνο εμένα να κατηγορώ
για το κενό που έχτισα γύρω μου
χαραμίζοντας έτσι τη ζωή 
και τα νεανικά μου χρόνια.
 
Απ' το καλύτερο και το χειρότερο
με το να πετάω το καλύτερο,
πάγωσα στο τέλος τα χαμόγελο 
πάγωσα και τα δάκρυά μου.
Πού βρίσκονται σήμερα άραγε,
τα είκοσί μου χρόνια;*




Charles Aznavour



* Απόδοση στα Ελληνικά: Panagiotis Xourafas