ευαίσθητες ψυχές
την τρυφερή γυμνότητα
του ταραγμένου κόσμου σας
με δέος επιστρέφω
στα μάτια μου,
μιά πόλις
νυχτοφωτισμένη
ιδια κρυμμένη
σε πλέξεις απο λέξεις
ισορροπώντας στο πορφυρό
με το κλειδί και το κλαδί
και μια παλιά γραφίδα
του ταραγμένου κόσμου σας
με δέος επιστρέφω
στα μάτια μου,
μιά πόλις
νυχτοφωτισμένη
ιδια κρυμμένη
σε πλέξεις απο λέξεις
ισορροπώντας στο πορφυρό
με το κλειδί και το κλαδί
και μια παλιά γραφίδα
που 'χω για σπαθί,
στο ένα άκρο εσείς
στο ένα άκρο εσείς
στο άλλο εγώ
σχεδιάζω μιά χαρμολύπη
σε βρεγμένο χαρτί απάνω,
από την κολυμβήθρα
ίσαμε την άβυσσο,
μισές αισθήσεις
μόνο μιά
σχεδιάζω μιά χαρμολύπη
σε βρεγμένο χαρτί απάνω,
από την κολυμβήθρα
ίσαμε την άβυσσο,
μισές αισθήσεις
μόνο μιά
ευαίσθητες ψυχές
απο νομαδικές σιωπές
που αγωνιάτε να ξεφύγετε
απ' ανελεύθερους σκοπευτές
με απελεύθερους σκοπούς,
ευαίσθητες ψυχές
αισθήσεων πελταστές
δάφνη και πικραμύγδαλο
κι αφιόνι από δέρμα κοραλλιού,
στον ουρανίσκο σας κατάπιατε
και το φεγγάρι ακόμη
που μολόγαγε
απο νομαδικές σιωπές
που αγωνιάτε να ξεφύγετε
απ' ανελεύθερους σκοπευτές
με απελεύθερους σκοπούς,
ευαίσθητες ψυχές
αισθήσεων πελταστές
δάφνη και πικραμύγδαλο
κι αφιόνι από δέρμα κοραλλιού,
στον ουρανίσκο σας κατάπιατε
και το φεγγάρι ακόμη
που μολόγαγε
πως μας λησμόνησαν τα σύνορα
και δεν μας μάθαν οι οχτροί μας
και τώρα πιά μας ομιλούνε
και δεν μας μάθαν οι οχτροί μας
και τώρα πιά μας ομιλούνε
ακατάπαυστα, οι νύχτες
που γεννηθήκαμε νεκροί
στις λαμπερές μας πανοπλίες,
πριν να προκάνουν να καούν
απόξερες κι ανήξερες,
οι ώρες τους.
που γεννηθήκαμε νεκροί
στις λαμπερές μας πανοπλίες,
πριν να προκάνουν να καούν
απόξερες κι ανήξερες,
οι ώρες τους.
.....................
the tender nudity
of your troubled world
brings back in awe
before my eyes,
a city
illuminated at night
same way hidden
in weaves of words
balancing in purple
with the key and the branch
and an old stylus
I've kept for sword,
at one end it's you
me at the other
designing a joyful sorrow
on a soaked paper,
from the font
till the abyss,
half senses
just one
sensitive souls
by nomadic silences
anxious to escape
from unfree snipers
with freedmen's aims,
sensitive souls
peltasts in senses
laurel and bitter almond
and opium from coral's leather,
your palates have swallowed
even this very moon
which confessed
that borders had forgotten us
and our foes never got to know us
and now nights talk to us incessantly
that we were born dead
in our shining armors,
before catching up to burn
dried and ignorant,
their hours.
Panagiotis Xourafas