Το χάραμα
από τη χαραμάδα
της βαριάς ξώπορτας,
μυστικά ξεγλίστραγε
ως άχνη στην πάχνη
γλίσχρας δέσμης φωτός,
ως παλμοί αλαβάστρινοι,
αναβάτες σε άλογα άσελα
στου μυαλού τα διάσελα.
Ψηλά και χαμηλά αναγύρω
φεγγίτες σε μαύρο σάβανο,
θρόνοι σε λευκό σπάργανο
και στη μέση ενα τραπέζι.
Στο παλιό ασπρόμαυρο φιλμ
στο κέντρο του τραπεζιού
εσύ ήσουν τα μάτια μου
και γω ήμουν τα χείλη σου.
Μου είπες: Αγάπα με
αν θες να μ' αποχωριστείς.
.............
Dawn
down the chink
of the heavy street door,
was secretly slipping away
as icing in the rime
of a meager beam of light,
as pulses of alabaster,
riding on unsaddled horses
inside mind cols.
High and low and around
skylights in black shroud,
thrones in white diaper
and a table in the centre.
In the old black and white film
on the centre of the table
you were my eyes
and I was your lips.
You said to me: Love me
if you want to separate from me.
Panagiotis Xourafas
Ενα μηδέν χάθηκε
κυνηγώντας το άπειρο
στο κενό του ένα.
Χρόνια παγιδευμένο
στη λογική του τίποτα
το μηδέν ανακάλυψε το παν
στο διαβολοκαθρέφτισμα
της απόλυτης μονάδας.
Τότε ήταν η στιγμή οσονούπω
που το ένα κι ο καθρέφτης του
σχημάτισαν ένα βέλος
που έδειχνε το μηδέν.
Το μηδέν συμπληρώθηκε
μέσα του -ως δια μαγείας-
και έτσι γίνηκε στόχος.
Τι συνέβη στο τέλος;
Το μηδέν συζεύχτηκε
με ένα άλλο μηδέν
και μαζί, φτιάξαν το δικό τους
άπειρο. Μηδένα προ του
τέλους μακάριζε.
................
One zero was lost
while chasing infinity
within the space of one.
For years trapped
in the logic of nothing
zero discovered everything
on the diabolic reflection
of absolute monad.
Then soon came the time
where one and its mirror
formed an arrow
that pointed zero.
Zero was then fulfilled
inside -as if by magic-
and thus became a target.
What happened at last?
Zero was engaged
to another zero and
together, made their own
infinity. Count no man happy
until the end is known.
Panagiotis Xourafas