Με βαραίνει το έρμα του κενού, τα κενά ερμάρια
Οι λευκές σελίδες των ημερολογίων, τα κελύφη των ταπεινών στρειδιών
Τα αδειανά πουκάμισα που στεγνώνουν αμαχητί στις δυό πλευρές του ακάλυπτου
Τα μυστικά αντηχεία των εγχόρδων που χρωματίζουν με ήχο και φως
Την αγωνία της προνύμφης πριν την πτήση. Αέναη τροχοδρόμηση, συνεχίζω.
Φλεβάρης. Στου λυκόφωτος το μετέωρο σώμα με κατέλαβε το αλλόκοτο
Πως το φεγγάρι απόψε έγινε σμυριδόπανο κι ο παλμός του
Πως απόξεσε τον αρχαίο ιξό του σύμπαντος, χύνοντας μαύρη φωτιά
Στις σκαμμένες ίριδες του καλοκαιριού. Το πρωί με βρήκε αγκαλιά με το ερπετό
Στο ιγκλού από φελιζόλ που κάποιοι συνηθίζουν να το λένε σπίτι.
.....................
I am burdened by the ballast of the void, the devoid drawers
The white pages of diaries, the shells of humble oysters
The empty shirts that dry without a fight on both sides of the vacant lot
The secret resonators of stringed instruments dyeing with sound and light
Caterpillar's agony before the flight. Endless taxiing, I keep on moving.
February. In the twilight's pendulous body, bizarre took me by surprise
That the moon tonight turned into emery cloth and its pulse
Scraped the ancient lime of the universe, pouring black fire
In scratched irises of the summer. Morning found me cuddling with the reptile
In the styrofoam igloo that some people call it home.
Panagiotis Xourafas