Monday, 16 November 2015

Epitaph




Ο τοίχος που γράφανε οι προφήτες 
Ραγίζει τώρα στις ραφές
Πάνω στα εργαλεία του θανάτου
Λαμπρά το φως του ήλιου λάμπει 

Ενώ κάθε άνθρωπος ξεσκίζεται
Από εφιάλτες και από όνειρα
Κανείς δεν θα αφήσει το δάφνινο στεφάνι
Όταν η σιωπή καταπνίγει τις κραυγές;

Η σύγχυση θα είναι ο επιτάφιος μου
Καθώς σέρνομαι σε μια σπασμένη διαδρομή
Αν τα καταφέρουμε ίσως όλοι κάτσουμε γελώντας
Αλλά φοβάμαι ότι αύριο θα κλαίω
Ναι, φοβάμαι πως αύριο θα κλαίω

Ανάμεσα στις σιδερένιες πύλες της μοίρας
Οι σπόροι του χρόνου σπάρθηκαν
Και ποτίστηκαν από τις πράξεις εκείνων
Που γνωρίζουν και που είναι γνωστές

Η γνώση είναι θανάσιμος φίλος
Αν κανείς δεν βάζει τους κανόνες
Η μοίρα όλης της ανθρωπότητας βλέπω
Είναι στα χέρια των ανόητων

Η σύγχυση θα είναι ο επιτάφιος μου
Καθώς σέρνομαι σε μια σπασμένη διαδρομή
Αν τα καταφέρουμε ίσως όλοι κάτσουμε γελώντας
Αλλά φοβάμαι ότι αύριο θα κλαίω
Ναι, φοβάμαι πως αύριο θα κλαίω.



...................




The wall on which the prophets wrote
Is cracking at the seams
Upon the instruments of death
The sunlight brightly gleams

When every man is torn apart
With nightmares and with dreams
Will no one lay the laurel wreath
When silence drowns the screams?

Confusion will be my epitaph
As I crawl a cracked and broken path
If we make it we can all sit back and laugh
But I fear tomorrow I'll be crying
Yes, I fear tomorrow I'll be crying

Between the iron gates of fate
The seeds of time were sown
And watered by the deeds of those
Who know and who are known

Knowledge is a deadly friend
If no one sets the rules
The fate of all mankind I see
Is in the hands of fools

Confusion will be my epitaph
As I crawl a cracked and broken path
If we make it we can all sit back and laugh
But I fear tomorrow I'll be crying
Yes, I fear tomorrow I'll be crying







Peter Sinfield



Saturday, 7 November 2015

Ηλεκτρικό Ηλιοβασίλεμα - Electrical Sunset

























κι εγώ που πίστεψα τα σύννεφα
ένα ηλιοβασίλεμα ηλεκτρισμένο,
την κάθαρση της θλίψης τους
από ένα ανάλεκτο  πεπρωμένο 
τα χρώματα των ταμάτων τους
ιριδίζοντα ερωτήματα
σαν γυάλινα αμαρτήματα
στις ανάσες άγνωστης γέννας

τώρα είμαι ο ομφάλιος μίσχος
εγκαταλειμμένου φύλλου
στην πολιτεία των μυκήτων
σαν τον πρώτο τον άνθρωπο
που στην αμφιθυμία του τέλους
γύρεψε δειλά να αναπαυτεί
στην αορτή του λιθόδεντρου

κι εγώ που πίστεψα πως
εκεί που η σκιά του ανθρώπου
σφράγισε την μοίρα του φωτός
το φως πια ανθίζει εντός του,
παραμένω ακομα ο ίδιος φόβος
σκοτεινός κι αστίλβωτος
που γλύφει τις γλυφές σκέψεις
πριν τις λαξέψει στη σκιά
σε λέξεις, το ύστερον πρότερον
του μεταλόγου



...........................




and I, convinced by the clouds
in an electrifying sunset,
the lustration of their grief
of an outstanding destiny 
the colors of their offerings
iridescent questions
like glassy sins
in breaths of unknown birth

I am now the umbilical stalk
of an abandoned leaf
in a fungal state
like the first man whereas
in the ambivalence of the end
seeked shyly to get rest
down the aorta of the stone tree

and I, convinced that
whenever the shadow of man
sealed the fate of light
light longer blooms inside him,
still I remain the same fear
dark and unvarnished
sculpting the saltish thoughts
before they are chiseled in the shade
into words, the hysteron proteron
of metalogos




Panagiotis Xourafas

Monday, 2 November 2015

Ραγισμένο Τριαντάφυλλο - Cracked Rose






















Ένας άνθρωπος χωρίς πρόσωπο 
κρατά στα χέρια του ένα παιδί,
σαν ραγισμένο τριαντάφυλλο.
Το παιδί δεν έχει χέρια 
δεν έχει πόδια
έχει μονάχα μια καρδιά 
και δύο μεγάλα μάτια.
Το κλάμα του είναι η αλμύρα
μαζί με το αίμα του 
η ριζωμένη ανάμνηση
των διαμελισμένων άκρων 
από τους καρχαρίες 
της θάλασσας
και τους κροκόδειλους 
της ξηράς.
Ο άνθρωπος χωρίς πρόσωπο 
τοποθετεί το ζεστό ακόμα σώμα
σε ένα γυάλινο φέρετρο 
στο πιο ξεπαγιασμένο δωμάτιο 
εκεί που δακρύζουν μόνο τα κεριά 
αν τα αφήσουν οι τοίχοι. 
Στο αναπαυτικό καναπέ 
τον περιμένουν τα νέα των οκτώ 
μιας κι έχει απόψε με τιμάς
σε απευθείας μετάδοση,
την ταφή ολάκερης της ανθρωπότητας.



.....................


A man without a face
is keeping a child in his hands,
like a cracked rose.
The child has no arms
has no legs
It has only one heart
and two large eyes.
Kid's crying is the saltiness
along with its blood
the ingrained memory
of dismembered limbs
by sharks of the sea
and crocodiles of the land.
The man without a face
is placing the yet warm body
in a glass coffin
in the most frozen room
where only candles shed tears
if the walls let them.
On the comfortable sofa
eight o'clock news await him
for tonight is taking place 
broadcasting live, with honor
the burial of the whole humanity.





Panagiotis Xourafas