δώσ' μου τα χέρια σου.
Είδα μέσα στη νύχτα
τη μυτερή κορυφή του βουνού
είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού
είδα, γυρίζοντας το κεφάλι
τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες
και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή
αρχή και τέλος
η τελευταία στιγμή·
τα χέρια μου.
Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες·
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Πληγωμένος από το δικό μου χώμα
τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς,
τούτες τις πέτρες.
Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ
που ακολούθησα τόσες φορές
το δρόμο απ' το φονιά στο σκοτωμένο
από το σκοτωμένο στην πληρωμή
κι από την πληρωμή στον άλλο φόνο,
ψηλαφώντας
την ανεξάντλητη πορφύρα
το βράδυ εκείνο του γυρισμού
που άρχισαν να σφυρίζουν οι Σεμνές
στο λιγοστό χορτάρι -
είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές
πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά
τη μοίρα μας.
Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο
βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,
μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό
που χτύπησε τη γης με πόδια
λησμονημένα.
Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια
του άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια
προσηλωμένα προσηλωμένα, σ' ένα σημάδι
που όσο κι αν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις·
η ψυχή
που μάχεται για να γίνει ψυχή σου.
Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου
εδώ που σταματήσαν οι μυλόπετρες.
.............................
give me your hands.
I have seen in the night
the sharp peak of the mountain,
seen the plain beyond flooded
with the light of an invisible moon,
seen, turning my head,
black stones huddled
and my life taut as a chord
beginning and end
the final moment:
my hands.
Sinks whoever raises the great stones;
I've raised these stones as long as I was able
I've loved these stones as long as I was able
these stones, my fate.
Wounded by my own soil
tortured by my own shirt
condemned by my own gods,
these stones.
I know that they don't know, but I
who've followed so many times
the path from killer to victim
from victim to punishment
from punishment to the next murder,
groping
the inexhaustible purple
that night of the return
when the Furies began whistling
in the meager grass -
I've seen snakes crossed with vipers
knotted over the evil generation
our fate.
Voices out of the stone out of sleep
deeper here where the world darkens,
memory of toil rooted in the rhythm
beaten upon the earth by feet
forgotten.
Bodies sunk into the foundations
of the other time, naked. Eyes
fixed, fixed on a point
that you can't make out, much as you want to:
the soul
struggling to become your own soul.
Not even the silence is now yours
here where the mill stones have stopped turning.
Giorgos Seferis
No comments:
Post a Comment