Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει· τοῦτο καὶ πολιοῦ πέραν πόντου χειμερίῳ νότῳ χωρεῖ͵ περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ΄ οἴδμασιν͵ θεῶν τε τὰν ὑπερτάταν͵ Γᾶν ἄφθιτον͵ ἀκαμάταν͵ ἀποτρύεται͵ ἰλλομένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος͵ ἱππείῳ γένει πολεύων.
Κουφονόων τε φῦλον ὀρνίθων ἀμφιβαλὼν ἄγει͵ καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη πόντου τ΄ εἰναλίαν φύσιν σπείραισι δικτυοκλώστοις περιφραδὴς ἀνήρ· κρατεῖ δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου θηρὸς ὀρεσσιβάτα͵ λασιαύχενά θ΄ ἵππον ὑπάξεται ἀμφίλοφον ζυγὸν οὔρειόν τ΄ ἀκμῆτα ταῦρον.
Καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο͵ καὶ δυσαύλων πάγων ἐναίθρεια καὶ δύσομβρα φεύγειν βέλη παντοπόρος· ἄπορος ἐπ΄ οὐδὲν ἔρχεται τὸ μέλλον· Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται͵ νόσων δ΄ ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται.
Σοφόν τι τὸ μηχανόεν τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ΄ ἔχων͵ τοτὲ μὲν κακόν͵ ἄλλοτ΄ ἐπ΄ ἐσθλὸν ἕρπει͵ νόμους παρείρων χθονὸς θεῶν τ΄ ἔνορκον δίκαν ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν· μήτ΄ ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο μήτ΄ ἴσον φρονῶν ὃς τάδ΄ ἔρδοι. ............................
Πολλά τα δεινά μα απ’ τον άνθρωπο κανένα δεινότερο
Περνά τον αφρισμένο πόντο με τις φουρτούνες του νοτιά
Στη μέση σκάβει το βαθύ και φουσκωμένο κύμα
και την υπέρτατη θεά, τη Γη την άφθαρτη παιδεύει την ακάματη
Οργώνοντας με καματερά χρόνο το χρόνο φιδοσέρνοντας αλέτρι.
Και των αστόχαστων πτηνών τις φυλές κυνηγά με βρόχια,
Των αγρίων θηρία τα έθνη, των βυθών την υδρόβια φύτρα
Με δίχτυα πλεγμένα στριφτά, ο τετραπέρατος.
Τα’ αγρίμι της βουνοκορφής δαμάζει με τεχνάσματα
Φορεί στων αλόγων την πλούσια χαίτη ζυγό
Και στον ταύρο, που βαρβάτος βοσκάει στα όρη.
Ένας τον άλλο δίδαξε λαλιά, τη σκέψη, σαν το πνεύμα των ανέμων
Την όρεξη να ζει σε πολιτείες, πώς να γλιτώσει το χαλάζι μες στ’ αγιάζι
Την άγρια δαρτή βροχή μέσα στον κάμπο
Ο πολυμήχανος..αμήχανος δε θ’ αντικρίσει τα μελλούμενα
Το χάρο να ξεφύγει μόνο δεν μπορεί
Μ’ όλο που βρήκε ψάχνοντας και γιατρειές σ’ αγιάτρευτες αρρώστιες.
Τέχνες μαστορικές σοφίστηκε που δεν τις βάζει νους
Κι όμως μια στο καλό, μια στο κακό κυλάει
Όποιος κρατεί τον ανθρώπινο νόμο
Και του θεού το δίκιο, που όρκος το δένει φριχτός, πολίτης
Αλήτης και φυγάς, όποιος κλωσάει τα’ άδικο, μακάρι και μ’ αποκοτιά
Ποτέ σε τράπεζα κοινή με κείνον που τέτοια τολμάει.
...............................................
Cunning beyond fancy's dream is the fertile skill which brings him, now to evil, now to good. When he honours the laws of the land, and that justice which he hath sworn by the gods to uphold, proudly stands his city: no city hath he who, for his rashness, dwells with sin. Never may he share my hearth, never think my thoughts, who doth these things!
Poetry: Sophocles
Painting: Nikiforos Lytras (Antigone and Polynices)
No comments:
Post a Comment