Τα παλιά ξύλινα σκαλοπάτια στην μπροστινή πόρτα
όπου καθόμουν εκείνο το φθινοπωρινό πρωί
όταν ήρθες κάτω , απλά ξάγρυπνος ,
και η χαρά μου σαν σε είδα (αναδυόμενο
σε χρυσή ημέρα-
η δροσιά σχεδόν παγετός)
με τράβηξε στα πόδια μου να σου πω
πόσο πολύ σ 'αγάπησα:
κείνα τα ξύλινα σκαλοπάτια
έχουν χαθεί τώρα,σάπισαν
αντικατασταθήκαν με γρανίτη ,
σκληρό,γκρίζο,κι όμορφο.
Τα παλιά βήματα ζουν
μόνο μέσα μου:
τα πόδια και οι μηροί μου
τα θυμούνται, και τα χέρια μου
εξακολουθούν να νιώθουν τα θραύσματα τους .
Όλα τα άλλα περί και γύρω από το σπίτι
φέρνουν μνήμες των άλλων-του γάμου ,
του γιου μου. Και τα βήματα επίσης: Θυμάμαι
να κάθεται εκεί με τη φίλη μου και το μικρό γιο της, που πέθανε,
ή μήπως ήταν το δεύτερο που ζει και βασιλεύει;
Και κάθεται εκεί "στη ζωή μου",συχνά, μόνος ή με το σύζυγό μου.
Ωστόσο, αυτή τη μια στιγμή ,
το χαρούμενο, χωρίς φόβο ,νεανικό ,"Κι εγώ σ'αγαπώ",
το ήσυχο που δεν ραγίζει από κανένα πουλί ,κανένα τριζόνι, φύλλα χρυσά
γυρίζοντας στη σιωπή κάτω χωρίς
κάποιο αεράκι να τα φυσήξει ,
είναι ότι περιδένεται το ίδιο
στο κεφάλι και το σώμα μου σε αυτές τις πλάκες από ξύλο
που ήταν ζεστές ,αρχαίες ,και τώρα πιά
περιμένουν κάπου να καούν.
.......................
The old wooden steps to the front door
where I was sitting that fall morning
when you came downstairs, just awake,
and my joy at sight of you (emerging
into golden day—
the dew almost frost)
pulled me to my feet to tell you
how much I loved you:
those wooden steps
are gone now, decayed
replaced with granite,
hard, gray, and handsome.
The old steps live
only in me:
my feet and thighs
remember them, and my hands
still feel their splinters.
Everything else about and around that house
brings memories of others—of marriage,
of my son. And the steps do too: I recall
sitting there with my friend and her little son who died,
or was it the second one who lives and thrives?
And sitting there ‘in my life,’ often, alone or with my husband.
Yet that one instant,
your cheerful, unafraid, youthful, ‘I love you too,’
the quiet broken by no bird, no cricket, gold leaves
spinning in silence down without
any breeze to blow them,
is what twines itself
in my head and body across those slabs of wood
that were warm, ancient, and now
wait somewhere to be burnt.
No comments:
Post a Comment