Η οδύνη μου έχει χρώμα,
γαλάζιο με ρίγες γκρί.
Σαν τη πιτζάμα που έραψα
νωρίς το πρωί με ύφασμα
απο σύννεφα ατόφια,
Σαν τη πιτζάμα που έραψα
νωρίς το πρωί με ύφασμα
απο σύννεφα ατόφια,
πλυμένα απο γάλα μαστικό,
με καθρεφτισμένες
με καθρεφτισμένες
τις υποψίες ,να επιπλέουν
σαν νεοσσοί νεκρών πουλιών
σαν νεοσσοί νεκρών πουλιών
στην αλπική λίμνη.
Η οδύνη μου έχει μνήμη,
πάντα με επισκέπτεται
εν τη ρύμη του χρόνου
πάντα με επισκέπτεται
εν τη ρύμη του χρόνου
σαν τακτική αρμένικη βίζιτα,
αρμενίζοντας μεσωκέανα
γνώσεις και απογνώσεις.
αρμενίζοντας μεσωκέανα
γνώσεις και απογνώσεις.
Η οδύνη μου ειναι αναχώρηση.
Οχι αποχώρηση, ούτε υποχώρηση.
Κάθε που λύνεται ο κάβος
και ξεχύνονται τα πλοία,
δένουν οι θύμησες βουνά.
Η οδύνη μου είναι ταξίδι παρθενικό.
Δεν ξέρω άλλο αν με ξέρω.
Χαμένος στην ομίχλη
στη μέση του δρόμου
παρατηρώ και παραληρώ.
Τα παιδικά τα χρόνια μου,
τώρα πια μοιάζουν με χιόνια.
Λευκά και όμορφα και αγνά.
Χαμένος στην ομίχλη
στη μέση του δρόμου
παρατηρώ και παραληρώ.
Τα παιδικά τα χρόνια μου,
τώρα πια μοιάζουν με χιόνια.
Λευκά και όμορφα και αγνά.
Ποιός είπε οτι είναι παγωμένα;
Μα κρύα είναι τα ρυτιδιασμένα χέρια,
κρύα και τα παράρριζα
των ανθρώπων δέντρων
με το πηγμένο αίμα.
Μα κρύα είναι τα ρυτιδιασμένα χέρια,
κρύα και τα παράρριζα
των ανθρώπων δέντρων
με το πηγμένο αίμα.
Η οδύνη μου είναι ωραία,
σαν ετοιμόγεννη αχτίδα του πρωινού
ποθητή σαν τη γλαυκή δίνη
των περιπτύξεων του νερού.
Η οδύνη μου ειναι πάντα το παν
σαν τη στιγμαία πεταλούδα
στο ακρώμιο της ουτοπίας.
στο ακρώμιο της ουτοπίας.
Κάθε μέρα που περνά
μου κρυφοφανερώνει
πως θέλει να γενεί ωδίνη.
Έτσι για να εξιλεωθεί
εν τέλει, μέσω αυτής,
ολόκληρο το σύμπαν.
....................
My anguish has colour
blue with grey stripes.
Like the pyjamas I sewed
early in the morning
with fabric of solid clouds
washed by breast milk,
with mirrored suspicions floating
like nestlings of dead birds
on the alpine lake.
My anguish has memory,
it always comes to find me
in the momentum of time
like a regular Armenian visit,
sailing on the midst of the ocean
with knowledge and despair.
My anguish is departure.
No withdrawal or retreat.
Every time the head rope is untied
memories bind mountains.
Μy anguish is maiden voyage.
I don't know if I still know myself.
Completely lost in the mist
in the middle of the road
I keep watching and raving.
My childhood years now
they look like snow;
white ,beautiful and pure.
Who said it was frozen?
Cold are the wrinkled hands,
cold are the radicels of the tree men
with clotted blood.
My anguish is great,
like a heavily pregnant
morning glimmer,
lustful like the glaucous vortex
of the embracing water.
My anguish is always my everything
like the instant butterfly
on the acromion of utopia.
My anguish is unbearable.
Every passing day,
it secretly reveals to me
that wants to become travail.
So as to be expiated
finally, through itself,
the entire universe.
Panagiotis Xourafas
No comments:
Post a Comment