Στο τοπίο του μεγάλου καλλιτέχνη του παρελθόντος,
τα δέντρα έχουν ρίζες κάτω απ' τη λαδομπογιά της ζωγραφικής,
το μονοπάτι αναμφίβολα
φτάνει στο τέρμα του,
η υπογραφή αντικαθίσταται
μ'ένα επιβλητικό φύλλο χλόης,
είναι ένα παραινετικό πέντε το απόγευμα.
Μπορεί να έχει γίνει απαλά,αλλά σταθερά, καθυστερημένο ,
έτσι λοιπόν εξακολούθησα να μένω επίσης.
Επειδή βέβαια αγαπητέ μου,
εγώ είμαι εκεί, η γυναίκα κάτω
απ' την φλαμουριά.
Δες ακριβώς πόσο μακριά σ'έχω αφήσει πίσω,
δες τον άσπρο σκούφο και την κίτρινη φούστα που φοράω,
δες πως σφίγγω το καλάθι μου γιά να μην βγάλω την ζωγραφική.
Πως περπατώ αγέρωχα μέσα στο πεπρωμένο ενός άλλου
καί ξεκουράζομαι γιά λίγο απο τα μυστήρια της ζωής.
Ακόμα κι' αν με φώναζες δεν θα μπορούσα να σ'ακούσω,
κι'ακόμα αν άκουα δεν θα γυρνούσα,
κι'ακόμα αν έκανα εκείνη τη μη δυνατή χειρονομία
το πρόσωπο σου θα έμοιαζε με πρόσωπο ενός αγνώστου μου.
Γνωρίζω τον κόσμο εξι μίλια τριγύρω.
Γνωρίζω τα βότανα και τα ξόρκια γιά κάθε πόνο.
Ο Θεός ρίχνει ακόμα το βλέμμα του επάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου.
Ακόμα προσεύχομαι, δεν θα πεθάνω ξαφνικά.
Ο πόλεμος είναι μιά τιμωρία και η ειρήνη μιά ανταμοιβή.
Όνειρα επαίσχυντα έρχονται όλα από τον Σατανά.
Η ψυχή μου είναι τόσο απέρριτη όσο το κουκούτσι του δαμάσκηνου.
Δεν γνωρίζω το παιχνίδι της καρδιάς.
Δεν είδα ποτέ τον πατέρα των παιδιών μου γυμνό
Δεν είδα το στρυφνό και κηλιδωμένο προσχέδιο,
που κρύβεται πίσω απ' το Άσμα Ασμάτων.
Ότι θέλω να πώ έρχεται σε φράσεις προετοιμασμένες.
Ποτέ δεν χρησιμοποιώ την απόγνωση
εφ' όσον δεν είναι πραγματικά δική μου,
αλλά δοσμένη μόνο γιά φύλαξη σε μένα.
Ακόμα κι αν κλείνεις τον δρόμο μου,
ακόμα κι αν με κοιτάζεις επίμονα στο πρόσωπο,
θα σε περάσω από την κορυφή του χάσματος, λεπτότερη από μια τρίχα.
Πρός τ'αριστερά είναι το σπίτι μου. Το ξέρω απ'όλες τις πλευρές,
σ'όλο το μήκος με τα σκαλοπάτια του και τις εισόδους του,
πίσω απ' αυτά η ζωή συνεχίζεται αζωγράφιστη.
Η γάτα πηδάει σ'ένα πάγκο,
ο ήλιος λάμπει πάνω σε φυλακή από κασσίτερο,
ένας σκελετωμένος άντρας κάθεται στο τραπέζι
διορθώνοντας ένα ρολόι.
.............................
τα δέντρα έχουν ρίζες κάτω απ' τη λαδομπογιά της ζωγραφικής,
το μονοπάτι αναμφίβολα
φτάνει στο τέρμα του,
η υπογραφή αντικαθίσταται
μ'ένα επιβλητικό φύλλο χλόης,
είναι ένα παραινετικό πέντε το απόγευμα.
Μπορεί να έχει γίνει απαλά,αλλά σταθερά, καθυστερημένο ,
έτσι λοιπόν εξακολούθησα να μένω επίσης.
Επειδή βέβαια αγαπητέ μου,
εγώ είμαι εκεί, η γυναίκα κάτω
απ' την φλαμουριά.
Δες ακριβώς πόσο μακριά σ'έχω αφήσει πίσω,
δες τον άσπρο σκούφο και την κίτρινη φούστα που φοράω,
δες πως σφίγγω το καλάθι μου γιά να μην βγάλω την ζωγραφική.
Πως περπατώ αγέρωχα μέσα στο πεπρωμένο ενός άλλου
καί ξεκουράζομαι γιά λίγο απο τα μυστήρια της ζωής.
Ακόμα κι' αν με φώναζες δεν θα μπορούσα να σ'ακούσω,
κι'ακόμα αν άκουα δεν θα γυρνούσα,
κι'ακόμα αν έκανα εκείνη τη μη δυνατή χειρονομία
το πρόσωπο σου θα έμοιαζε με πρόσωπο ενός αγνώστου μου.
Γνωρίζω τον κόσμο εξι μίλια τριγύρω.
Γνωρίζω τα βότανα και τα ξόρκια γιά κάθε πόνο.
Ο Θεός ρίχνει ακόμα το βλέμμα του επάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου.
Ακόμα προσεύχομαι, δεν θα πεθάνω ξαφνικά.
Ο πόλεμος είναι μιά τιμωρία και η ειρήνη μιά ανταμοιβή.
Όνειρα επαίσχυντα έρχονται όλα από τον Σατανά.
Η ψυχή μου είναι τόσο απέρριτη όσο το κουκούτσι του δαμάσκηνου.
Δεν γνωρίζω το παιχνίδι της καρδιάς.
Δεν είδα ποτέ τον πατέρα των παιδιών μου γυμνό
Δεν είδα το στρυφνό και κηλιδωμένο προσχέδιο,
που κρύβεται πίσω απ' το Άσμα Ασμάτων.
Ότι θέλω να πώ έρχεται σε φράσεις προετοιμασμένες.
Ποτέ δεν χρησιμοποιώ την απόγνωση
εφ' όσον δεν είναι πραγματικά δική μου,
αλλά δοσμένη μόνο γιά φύλαξη σε μένα.
Ακόμα κι αν κλείνεις τον δρόμο μου,
ακόμα κι αν με κοιτάζεις επίμονα στο πρόσωπο,
θα σε περάσω από την κορυφή του χάσματος, λεπτότερη από μια τρίχα.
Πρός τ'αριστερά είναι το σπίτι μου. Το ξέρω απ'όλες τις πλευρές,
σ'όλο το μήκος με τα σκαλοπάτια του και τις εισόδους του,
πίσω απ' αυτά η ζωή συνεχίζεται αζωγράφιστη.
Η γάτα πηδάει σ'ένα πάγκο,
ο ήλιος λάμπει πάνω σε φυλακή από κασσίτερο,
ένας σκελετωμένος άντρας κάθεται στο τραπέζι
διορθώνοντας ένα ρολόι.
.............................
In the landscape of the great artist of the past
the trees have roots beneath the painting's oil color,
the path undoubtedly reaches its end,
signature is replaced by a majestic spire,
it is an admonitory 5:00 p.m.May has been gently but firmly, delayed
so I continued to stay. Because of course, my dear,
I am there, the woman beneath the ash.
the trees have roots beneath the painting's oil color,
the path undoubtedly reaches its end,
signature is replaced by a majestic spire,
it is an admonitory 5:00 p.m.May has been gently but firmly, delayed
so I continued to stay. Because of course, my dear,
I am there, the woman beneath the ash.
See just how far have I left you behind,
see the white hat and the yellow skirt I wear,
see how I clasp my basket not to take off the painting.
How do I walk proudly into the fate of another
and rest for a while from life's mysteries.
Even if you called me I could not hear,
and even if I heard I wouldn't have turned,
and even if I made that impossible gesture
your face would be like an unknown face to me.
I know the world six miles around.
I know herbs and spells for every pain.
God casts his gaze still on the top of my head.
Still I pray, will not die suddenly.
War is a punishment and peace is a reward.
Shameful dreams come all from Satan.
My soul is so chaste as the kernel of the plum.I do not know the game of hearts.
I never saw the father of my children naked
I didn't see the harsh and stained blueprint
hidden behind the Song of Songs.
Whatever I want to say comes to phrases prepared.
I never use despair for it is not really mine,
but given to me just for guarding.
Even if you close my way,
even if you stare at my face persistently,
I will take you from the top of the gap, thinner than a hair.
To the left is my home. I know it from all sides,
all over the length of the stairs and entrances,
behind them, life goes unpainted.
The cat jumps in a bench
the sun shines on a prison from tin,
a raw-boned man is sitting at the table
correcting a clock.
see the white hat and the yellow skirt I wear,
see how I clasp my basket not to take off the painting.
How do I walk proudly into the fate of another
and rest for a while from life's mysteries.
Even if you called me I could not hear,
and even if I heard I wouldn't have turned,
and even if I made that impossible gesture
your face would be like an unknown face to me.
I know the world six miles around.
I know herbs and spells for every pain.
God casts his gaze still on the top of my head.
Still I pray, will not die suddenly.
War is a punishment and peace is a reward.
Shameful dreams come all from Satan.
My soul is so chaste as the kernel of the plum.I do not know the game of hearts.
I never saw the father of my children naked
I didn't see the harsh and stained blueprint
hidden behind the Song of Songs.
Whatever I want to say comes to phrases prepared.
I never use despair for it is not really mine,
but given to me just for guarding.
Even if you close my way,
even if you stare at my face persistently,
I will take you from the top of the gap, thinner than a hair.
To the left is my home. I know it from all sides,
all over the length of the stairs and entrances,
behind them, life goes unpainted.
The cat jumps in a bench
the sun shines on a prison from tin,
a raw-boned man is sitting at the table
correcting a clock.
Wislawa Szymborska
1 comment:
Pejzaż
W pejzażu starego mistrza
drzewa mają korzenie pod olejną farbą,
ścieżka na pewno prowadzi do celu,
sygnaturę z powagą zastępuje źdźbło,
jest wiarygodna piąta po południu,
maj delikatnie, ale stanowczo wstrzymany,
więc i ja przystanęłam - ależ tak, drogi mój,
to ja jestem ta niewiasta pod jesionem.
Przyjrzyj się, jak daleko odeszłam od ciebie,
jaki mam biały czepek i żółtą spódnicę,
jak mocno trzymam koszyk, żeby nie wypaść z obrazu,
jak paraduję sobie w cudzym losie
i odpoczywam od żywych tajemnic.
Choćbyś zawołał, nie usłyszę,
a choćbym usłyszała, nie odwrócę się,
a choćbym i zrobiła ten niemożliwy ruch,
twoja twarz wyda mi się obca.
Znam świat w promieniu sześciu mil.
Znam zioła i zaklęcia na wszystkie boleści.
Bóg jeszcze patrzy w czubek mojej głowy.
Modlę się jeszcze o nienagłą śmierć.
Wojna jest karą a pokój nagrodą
Zawstydzające sny pochodzą od szatana.
Mam oczywistą duszę jak śliwka ma pestkę.
Nie znam zabawy w serce.
Nie znam nagości ojca moich dzieci.
Nie podejrzewam Pieśni nad pieśniami
o pokrętny zawiły brudnopis.
To, co pragnę powiedzieć, jest w gotowych zdaniach.
Nie używam rozpaczy, bo to rzecz nie moja,
a tylko powierzona mi na przechowanie.
Choćbyś zabiegł mi drogę,
Choćbyś zajrzał w oczy,
minę Cię samym skrajem przepaści cieńszej niż włos.
Na prawo jest mój dom, który znam dookoła
razem z jego schodkami i wejściem do środka,
gdzie dzieją się historie nie namalowane:
kot skacze na ławę,
słońce pada na cynowy dzban,
za stołem siedzi kościsty mężczyzna
i reperuje zegar.
Post a Comment