Και τα κέρατά του να τους τυλίξει
με άνθινες γιρλάντες,
με άνθινες γιρλάντες,
Μέχρι που η πριγκίπισσα τόλμησε
να ανέβει στην πλάτη του,
να ανέβει στην πλάτη του,
Χωρίς να το καταλάβει, καβαλίκεψε
του χαϊδεμένου ταύρου της την πλάτη,
του χαϊδεμένου ταύρου της την πλάτη,
Τότε αργά-αργά κατεβαίνοντας
την πλατιά στεγνή παραλία,
την πλατιά στεγνή παραλία,
Πρώτα στα ρηχά νερά
ο μεγάλος θεός πάτησε
ο μεγάλος θεός πάτησε
Τις απατηλές οπλές του,
κι ύστερα νωχελικά ξανοίχτηκε
κι ύστερα νωχελικά ξανοίχτηκε
Μέχρι που τη λεία του έφερε στην
ανοιχτή θάλασσα.
ανοιχτή θάλασσα.
Φόβος γέμισε την καρδιά της καθώς,
όπως γύρισε πίσω το βλέμμα,
είδε να απομακρύνεται γρήγορα η άμμος.
Το δεξί της χέρι άρπαξε ένα κέρατο,
το άλλο ακούμπησε την πλάτη του.
όπως γύρισε πίσω το βλέμμα,
είδε να απομακρύνεται γρήγορα η άμμος.
Το δεξί της χέρι άρπαξε ένα κέρατο,
το άλλο ακούμπησε την πλάτη του.
Και ο χιτώνας της ανέμιζε στην αύρα του ανέμου.
.....................
And gradually she lost her fear, and he
Offered his breast for her virgin caresses,
His horns for her to wind with chains of flowers
Until the princess dared to mount his back
Her pet bull's back, unwitting whom she rode.
Then,slowly, slowly down the broad, dry beach,
First in the shallow waves the great god set
His spurious hooves, then sauntered further out
'til in the open sea he bore his prize
Fear filled her heart as, gazing back, she saw
The fast receding sands. Her right hand grasped
A horn, the other lent upon his back
Her fluttering tunic floated in the breeze.
Ovid
No comments:
Post a Comment