Το τραγούδι "Korobeiniki" βασίζεται σε ένα ποίημα με το ίδιο όνομα,του Nikolay Nekrasov,(http://en.wikipedia.org/wiki/Nikolay_Nekrasov) και τυπώθηκε στο περιοδικό Sovremennik το 1861. Λόγω του ρυθμου και του στυλ χορού που συνδέθηκε μ'αυτό, έγινε γρήγορα ένα δημοφιλές ρωσικό λαϊκό τραγούδι. Για τους λάτρεις του πολύ γνωστού ηλεκτρονικού παιχνιδιού Τetris ήταν και το μουσικό του θέμα το 1989. Οι Korobeiniki ήταν μικροπωλητές υφασμάτων, ειδών ραπτικής, βιβλίων και άλλων μικροπραγμάτων στην προεπαναστατική Ρωσία.Το ποίημα του Nekrasov είναι μια θλιβερή ιστορία για τον έρωτα ανάμεσα σε ένα κορίτσι αγροτών, την Katya , και έναν νεαρό γυρολόγο. Θα συναντηθούν μεταξύ τους σε ένα χωράφι σπαρμένο με σίκαλη το βράδυ, όπου θα της υποσχεθεί μια καλή τιμή για τα εμπορεύματα που μεταφέρει, πριν τα πάει να πουληθούν στην αγορά την μέρα. Μόνο η νύχτα γνωρίζει αλήθεια τι συνέβη μεταξύ τους στον κτήμα της σίκαλης, αλλά η όμορφη Katya δεν παίρνει τελικά κανένα από τα αγαθά που της προσφέρει ο πωλητής. Ποιο το νόημα σκεφτεται η κοπέλα να πάρει όλα αυτά χωρίς αυτόν, την πρώτη και μοναδική αγάπη της; Παίρνει λοιπόν μόνο ένα μικρό δαχτυλίδι τυρκουάζ ,ως ανάμνηση, και αυτός της υπόσχεται να την παντρευτεί όταν επιστρέψει πίσω από το ταξίδι του. Συνεχίζει έτσι και αυτή τον περιμένει με πίστη. Η επιχείρησή του πηγαίνει πολύ καλά και βγάζει πολλά χρήματα, αλλά στο δρόμο της επιστροφής σκοτώνεται από ένα ληστή απο τον οποίο ζητά πληροφορίες. Έτσι, ποτέ δεν γυρίζει πίσω για να παντρευτεί την Katya. Οι στίχοι που ακολουθούν είναι η αρχή απο το πρωτότυπο ποίημα, όπου αφηγείται μόνο η πρώτη συνάντηση της Katya με τον νεαρό πλανόδιο πωλητή, όταν κεραυνοβόλα ερωτεύονται ο ένας τον άλλο...
Ω ,το καλάθι μου είναι γιομάτο,
Έχω εμπριμέ και μπροκάρ.
Λυπήσου, ω,εσύ γλυκιά μου
Τον ώμο του παλικαριού.
Θα πάω έξω στο χτήμα με την ψηλή τη σίκαλη
Θα περιμένω εκεί μέχρι να ρθεί το βράδυ
Μόλις δώ το κορίτσι με τα καφετιά τα μάτια
Εμπρός θα βγάλω όλα τα εμπορεύματα μου.
Πλήρωσα όχι τίμημα μικρό απ' τη μεριά μου,
Έτσι, μην παζαρεύεις και μην τσιγκουνεύεσαι,
Σίμωσε τα κόκκινα τα χείλη σου σε μένα,
Έλα και κάτσε πλάι στο καλό εδώ το παλικάρι.
Αυτή η ομιχλώδης νύχτα ήλθε κιόλας,
Το τολμηρό το παλικάρι εκεί προσμένει ,
Άκου τη, αυτή 'ναι! Η Ποθητή άξαφνα φθάνει,
Ο έμπορος θε να πουλήσει τ' αγαθά του.
Η Κάτια κάνει παζάρια με προσοχή,
Φοβάται να πληρώσει πάρα πολύ,
Ένα παλικάρι φιλάει το κορίτσι του,
Ζητώντας της να αυξήσει την τιμή.
Μόνο η βαθιά νύχτα ξέρει ,
Αυτό που συμφωνήθηκε εκεί.
Στάσου ψηλά τώρα ,ω εσύ ψηλή σίκαλη,
Και φύλαξε καλά το μυστικό τους!
Ω ,το καλάθι μου πόσο αλάφρυνε
Ο ιμάντας δεν με κόβει πιά στον ώμο!
Και αυτό που το κορίτσι μου μού πήρε
Ήταν μονάχα ένα τυρκουάζ δαχτυλίδι.
Της πρόσφερα ένα ολάκερο κομμάτι τσίτι,
Μιά κόκκινη κορδέλα για τις πλεξούδες της,
Μια μικρή ζώνη-το λευκό πουκάμισο της
Για να δένει, όταν σανό τα χόρτα κάνει.
Μα η γλυκιά μου έβαλε τα πάντα πίσω μέσα
στο καλάθι, τα πάντα εκτός απο το δακτυλίδι:
"Δεν θέλω πίσω καλά ντυμένη να γυρίσω
δίχως αρραβωνιαστικό να έχω στο πλευρό μου!"
Ω, ανόητη που 'ναι η νεολαία!
Πώς δεν προνόησε αυτός να φέρει
Μισή μποτίλια απ' τη γλυκιά τη βότκα;
Και πώς αυτή δεν άγγιξε τα δώρα!
Έτσι, μείνε λοιπόν εδώ!
Μιά αρραγή υπόσχεση σου δίνω:
Μόλις αδειάσει το καλάθι μου,
Θα επιστρέψω σπίτι,
Κι εσένα αγάπη μου,
Στην εκκλησιά θα σ'οδηγήσω!
Μέσ στην βροχερή νύχτα
Ο νεαρός άνδρας τρέχει,
Και προφθαίνει ένα φίλο του
που γκρινιάζει στο χωριό.
Ο γέρο Τίχονιτς τότε του λέει:
"Νόμισα πως εξαφανίστηκες!"
Κι ο Βάνκα μειδιώντας του απαντά-
Πούλησα όλο το εμπριμέ!
...................
Ой полным полна моя кoробушка
Есть и ситец, и парча.
Пожалей, душа-зазнобушка,
Молодецкого плеча.
Выйду, выйду в рожь высокую,
Там до ночки погожу,
Как завижу черноокую,
Все товары разложу.
Цены сам платил немалые,
Не торгуйся, не скупись,
Подставляй-ка губки алые,
Ближе к молодцу садись.
Вот уж пала ночь туманная,
Ждёт удалый молодец...
Чу, идёт! – пришла желанная,
Продаёт товар купец.
Катя бережно торгуется,
Всё боится передать,
Парень с де́вицей целуется,
Просит цены набавлять.
Знает только ночь глубокая,
Как поладили они.
Распрямись ты, рожь высокая,
Тайну свято сохрани!
Ой, легка, легка коробушка,
Плеч не режет ремешок!
А всего взяла зазнобушка
Бирюзовый перстенёк.
Дал ей ситцу штуку целую,
Ленту алую для кос,
Поясок – рубашку белую
Подпоясать в сенокос...
Все поклала ненаглядная
В короб, кроме перстенька:
«Не хочу ходить нарядная
Без сердечного дружка!»
То-то, дуры вы, молодочки!
Не сама ли принесла
Полуштофик сладкой водочки?
А подарков не взяла!
Так постой же! Нерушимое
Обещаньице даю:
Опорожнится коробушка,
На Покров домой приду
И тебя, душа-зазнобушка,
В божью церковь поведу!"
Вплоть до вечера дождливого
Молодец бежит бегом
И товарища ворчливого
Нагоняет под селом.
Старый Тихоныч ругается:
"Я уж думал, ты пропал!"
Ванька только ухмыляется -
Я-де ситцы продавал!
Poetry : Nikolay Nekrasov
Greek Translation : Panagiotis Xourafas
No comments:
Post a Comment