Sunday 31 August 2014

L' Albatros

 























Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.


Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.


Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός! 
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.


Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.



 - Aπόδοση στα Ελληνικά: Αλέξανδρος Μπάρας


 
.......................




Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.


À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.


Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!


Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.






Charles Baudelaire


Saturday 30 August 2014

Άσμα VI - Cântico VI
























Έχεις ένα φόβο:
Πως τελειώνεις.
Δεν βλέπεις τι χάνεται όλη μέρα.
Ποιός πεθαίνει στην αγάπη.
Στη θλίψη.
Στην αμφιβολία.
Στην επιθυμία.
Τι αναγεννάται όλη μέρα.
Στην αγάπη.
Στη θλίψη.
Στην αμφιβολία.
Στην επιθυμία.
Που ναι πάντα τόσο διαφορετικά
Που ναι πάντα τόσο ίδια.
Που πεθαίνουν απο πελώρια γηρατειά
Ώσπου να τρέξεις έντρομος οτι πεθαίνεις.

Και τότε γίνεσαι αθάνατος.



 .......................




Tu tens um medo:
Acabar.
Não vês que acabas todo o dia.
Que morres no amor.
Na tristeza.
Na dúvida.
No desejo.
Que te renovas todo o dia.
No amor.
Na tristeza.
Na dúvida.
No desejo.
Que és sempre outro.
Que és sempre o mesmo.
Que morrerás por idades imensas.
Até não teres medo de morrer.

E então serás eterno.





Cecilia Meireles



Tuesday 26 August 2014

Μέσος Όρος - Average

























Με ταλαιπωρεί
Η αγριότητα του μέσου όρου
Αυτού του πανάρχαιου φόρου,
Η ανίκητη παραδοχή του
Πως αφού η απόκλιση εγκληματεί
Το κτήνος που καλά κρατεί
Σε καθε εκδοχή του
Θα θεωρεί
Tο ανθρώπινο άλμα
Ένα στατιστικό σφάλμα. 


...............



Always plagues me
The cruelty of the average
Of this very ancient tax,
Its invincible assumption
That because deviation is crime,
The beast holding strong
In every possible version
Will thus consider
Any human leap
As a statistical error. 





Panagiotis Xourafas

Thursday 21 August 2014

Γιατί Κάθε Καλοκαίρι Φωτογραφίζω Τα Κρίνα Της Θάλασσας - Why I Photograph Sea Lilies Every Summer



























Ζείδωρον όπως πάντα το τραγούδι της θάλασσας.
Σαν το γαλάζιο διαπασών ενός σύμπαντος δονήσεων, 
φως στα έγκατα του φιδιού, ταξιδεμός από άληχτους 
λυγμούς, νυγμούς και υπαινιγμούς
καθώς βουλιάζει το μπράτσο του ανδρα
στην άμμο της σάρκωσης. 

Αγνάντι πάντα άλλη γη που περιμένει.
Στις φλέβες της, ένθεν και κείθεν,
ένας σφυγμός νυκτερινός ψηλαφά ολα τα ανέφικτα.
Μα κι απ' τις δυό πλευρές του κυανού, υπάρχει κάτι κοινό.
Μια υπενθύμιση εκκωφαντικής ησυχίας:
Τα λένε κρίνα της θάλασσας 
και φυτρώνουν πάντα εκεί που δεν τα σπέρνουν.
Απρόσκλητα ως λευκές νησίδες, σταλακτίτες φωτιάς 
στην αμμοβολή του δαίμονα που παραφυλάει πίσω απ' τις λέξεις.
Δεν φέρνουνε καλές ειδήσεις τούτα εδώ, μήτε που παραπέμπουν 
σε λυτρώσεις θείες. Φύλακες ειναι της υπέρβασης 
των ματιών εκείνων, που σχίζουν το φλοιό του ορίζοντα
ώσπου να ξεδιψάσει η έρημος της αλεξιθυμίας.
Ποιός ευφάνταστος προσκυνητής
ή τάχα παραλογισμένος ποιητής
τα συσχέτισε με τη θεοτόκο;
Ποιος απατάγγελος εμπλέκεται 
στην ετήσια φάρσα της ακτής;
Μα αυτά τα άνθη έχουνε λόγχες αντί για πέταλα,
κίβδηλοι ήλοι εν αναμονή οι στήμονες, κι οι ρίζες τους
τα νεύρα είναι της αλμύρας που ηλεκτρίζουν 
τα γυμνά ριζικά των εκλεκτών.

Δεν ξέρω γιατί κάθε καλοκαίρι τα φωτογραφίζω.
Ξερω μονάχα πως θέλω άξιος να φανώ
που από παλιά μου εμπιστευτήκανε την γλώσσα τους.
Και πόσο άλλο να τους κρύβομαι; 
Κάποτε αυτά τα ίδια κρίνα
θα με κρίνουν.


................




Enlivening as always the song of the sea.  

Like an azure diapason of a universe of vibrations  
light in the depths of the snake, journey of 
unending sobbing, stinging and hinting  
as man's arm goes sinking   
in the sands of incarnation.

On the other side always another land waiting.  
In its veins, any side you choose
a nocturnal pulse palpates all unattainable.  
Cos both sides of the blue, share something in common.  
A reminder of deafening silence:  
They call them sea lilies  
and they always grow where nobody sows.  
Uninvited as white islets, stalactites of fire  
in the sandblasting of demon lurking behind words.
These ones don't bring good news, nor mentioning
to holy salvations. They are just sentinels of excess, 
of the eyes which tear horizon's bark
until the desert of alexithymia is quenched.
Who imaginative pilgrim
or supposedly insane poet
correlated them with Virgin Mary?
Who fraudangel is involved to
the annual farce of the coast?
For these flowers have spears instead of petals
spurious spikes pending for stamens, and their roots
are the nerves of saltiness electrifying
the bare destinies of chosen ones.

I don't know why I photograph them every summer. 
I only know I want to be trustworthy to them
for granting me with their language.
And for how long should I hide?
Some day the same lilies will judge me after all.


  



Panagiotis Xourafas