Sunday 29 January 2012

Epitaf

Photo of Branko MiljkovicΜε σκότωσε 
η πανίσχυρη λέξη


..................



Ubi me prejaka reč 

(I was killed 
by too strong a word)

 

 

Branko Miljković

 


Ο Branko Miljković (Бранко Миљковић ,1934-1961),
ήταν ένας εξέχων Σέρβος ποιητής,από τους εκπρόσωπους του νεοσυμβολισμού, που είχε σαν αποστολή την σύνδεση του σουρρεαλισμού με τον συμβολισμό.Προλογίζοντας την ανθολογία του, ο Ljubica Miletic (2001) γραφει πως ήδη από τις πρώτες γραμμές του πρώτου του έργου ("Μάταια Την Ξυπνάω"/"Uzalud Je Budim"/ "I Wake Her In Vain") ξεκινά η μάχη του ποιητή με τις λέξεις,η εσωτερική μάχη και το δίλημμα: Είναι ο ποιητής κυρίαρχος των λέξεων ή αυτές τον εξουσιάζουν; Δυστυχώς η μάχη αυτή τελειώνει με το ανωτέρω δημοσιευθέν μονόστιχο ποίημα. Πέθανε πρόωρα το 1961 στα 27 του, κρεμασμένος σε ένα δέντρο στο Zagreb. Επισήμως ο θάνατος του καταγράφηκε ως αυτοκτονία, αν και υπάρχουν υπόνοιες ότι δολοφονήθηκε από Κροάτες εθνικιστές. Το έργο του είχε έντονες επιρροές από τον φιλόσοφο Ηράκλειτο.





Saturday 28 January 2012

Νυχτερινή Περίπολος - Night Patrol

 
Every wall
Has
A story


Of erection
Lots of colours

Of  maintenance
Many layers

Or finally
Of demolition


Ever since
Is crossed
In smaller
Or greater
Depth


Some
Stand outside
Others
Wait inside


Galleries
Haven't yet ended
We will be back
Keeping
The exit







Harris Ilatzis

Saturday 21 January 2012

Τοπίο - Landscape

Στο τοπίο του μεγάλου καλλιτέχνη του παρελθόντος,
τα δέντρα έχουν ρίζες κάτω απ' τη λαδομπογιά της ζωγραφικής,
το μονοπάτι αναμφίβολα 
φτάνει στο τέρμα του,
η υπογραφή αντικαθίσταται 
μ'ένα επιβλητικό φύλλο χλόης,
είναι ένα παραινετικό πέντε το απόγευμα.
Μπορεί να έχει γίνει απαλά,αλλά σταθερά, καθυστερημένο ,
έτσι λοιπόν εξακολούθησα να μένω επίσης. 
Επειδή βέβαια αγαπητέ μου,
εγώ είμαι εκεί, η γυναίκα κάτω 
απ' την φλαμουριά.

Δες ακριβώς πόσο μακριά σ'έχω αφήσει πίσω,
δες τον άσπρο σκούφο και την κίτρινη φούστα που φοράω,
δες πως σφίγγω το καλάθι μου γιά να μην βγάλω την ζωγραφική.
Πως περπατώ αγέρωχα μέσα στο πεπρωμένο ενός άλλου
καί ξεκουράζομαι γιά λίγο απο τα μυστήρια της ζωής.


Ακόμα κι' αν με φώναζες δεν θα μπορούσα να σ'ακούσω,
κι'ακόμα αν άκουα δεν θα γυρνούσα,
κι'ακόμα αν έκανα εκείνη τη μη δυνατή χειρονομία
το πρόσωπο σου θα έμοιαζε με πρόσωπο ενός αγνώστου μου.


Γνωρίζω τον κόσμο εξι μίλια τριγύρω.
Γνωρίζω τα βότανα και τα ξόρκια γιά κάθε πόνο.
Ο Θεός ρίχνει ακόμα το βλέμμα του επάνω στην κορυφή του κεφαλιού μου.
Ακόμα προσεύχομαι, δεν θα πεθάνω ξαφνικά.

Ο πόλεμος είναι μιά τιμωρία και η ειρήνη μιά ανταμοιβή.
Όνειρα επαίσχυντα έρχονται όλα από τον Σατανά.
Η ψυχή μου είναι τόσο απέρριτη όσο το κουκούτσι του δαμάσκηνου.
Δεν γνωρίζω το παιχνίδι της καρδιάς.


Δεν είδα ποτέ τον πατέρα των παιδιών μου γυμνό
Δεν είδα το στρυφνό και κηλιδωμένο προσχέδιο,
που κρύβεται πίσω απ' το Άσμα Ασμάτων.
Ότι θέλω να πώ έρχεται σε φράσεις προετοιμασμένες.
Ποτέ δεν χρησιμοποιώ την απόγνωση 
εφ' όσον δεν είναι πραγματικά δική μου,
αλλά δοσμένη μόνο γιά φύλαξη σε μένα.

Ακόμα κι αν κλείνεις τον δρόμο μου,
ακόμα κι αν με κοιτάζεις επίμονα στο πρόσωπο,
θα σε περάσω από την κορυφή του χάσματος, λεπτότερη από μια τρίχα.


Πρός τ'αριστερά είναι το σπίτι μου. Το ξέρω απ'όλες τις πλευρές,
σ'όλο το μήκος με τα σκαλοπάτια του και τις εισόδους του,
πίσω απ' αυτά η ζωή συνεχίζεται αζωγράφιστη.
Η γάτα πηδάει σ'ένα πάγκο,
ο ήλιος λάμπει πάνω σε φυλακή από κασσίτερο,
ένας σκελετωμένος άντρας κάθεται στο τραπέζι
διορθώνοντας ένα ρολόι.


.............................


In the landscape of the great artist of the past 
the trees have roots beneath the painting's oil color, 
the path undoubtedly reaches its end, 
signature is replaced by a majestic spire, 
it is an admonitory 5:00 p.m.May has been gently but firmly, delayed 
so I continued to stay. Because of course, my dear, 
I am there, the woman beneath the ash. 
See just how far have I left you behind, 
see the white hat and the yellow skirt I wear, 
see how I clasp my basket not to take off the painting. 
How do I walk proudly into the fate of another 
and rest for a while from life's mysteries.

Even if you called me I could not hear, 

and even if I heard I wouldn't have turned, 
and even if I made that impossible gesture
 your face would be like an unknown face to me.

I know the world six miles around. 

I know herbs and spells for every pain. 
God casts his gaze still on the top of my head. 
Still I pray, will not die suddenly.

War is a punishment and
peace is a reward. 
Shameful dreams come all from Satan. 
My soul is so chaste as the kernel of the plum.I do not know the game of hearts. 

I never saw the father of my children naked 
I didn't see the harsh and stained blueprint 
hidden behind the Song of Songs. 
Whatever I want to say comes to phrases prepared.
 I never use despair for it is not really mine, 
but given to me just for guarding. 

Even if you close my way, 
even if you stare at my face persistently, 
I will take you from the top of the gap, thinner than a hair.

To the left is my home. I know it from all sides, 

all over the length of the stairs and entrances, 
behind them, life goes unpainted. 
The cat jumps in a bench
 the sun shines on a prison from tin,
 a raw-boned man is sitting at the table 
correcting a clock.



Wislawa Szymborska

Friday 20 January 2012

Thursday 19 January 2012

Horizon De Peur






Γυμνή εικόνα τού χειμώνα
Αμφίσημα χαμόγελα,
Στο πρελούδιο των δακρύων,
Ο χιονιάς είναι κάτω απ' τις σόλες
Των μοναχικών λύκων της παγωμένης στέπας.
Στην κορνίζα, το κορίτσι του μακρινού κάμπου, 
Τυλιγμένο στον ιξό που μας κυριεύει
Σαν πρωτοφανής φόβος
Σαν φοβισμένος ορίζοντας
Σαν οριζόντιος λυγμός'
Τέτοια εποχή είναι που τα αγριοπερίστερα
Φτεροκοπούν ματωμένες αναμνήσεις,
Που οσονούπω παραμορφώνονται στον αφρό'
Είναι οι απρόσκλητες μοίρες
Όλων των εποχών κοινές
Που μας θωρούν σαν βρόχοι,
Καθώς απομετρούν το φως.

Το σαββατοκύριακο λιώνει
Σαν χιόνι τού απρίλη
Στου ανέμου την πύλη
Στου ρόδου το χείλι,
Χάρτινοι φύλακες εμπρός, και πίσω
Σκελετοί ξεθυμασμένοι, ή αλλιώς
Ένα αντίτιμο πεπρωμένου:
Νεκρές προβολές ζωής
Νεκρές περιβολές χαλκού
Σαν άψυχοι πολεμιστές
Από όλους τούς χειμώνες πού θάψαμε,
Και μετά ξεθάψαμε, γιά να τους ξαναθάψουμε αλλού
Κατα την ευσεβή μας κρίση.

Σαν ακαθόριστο περίγραμμα
Ύλης που χορεύει στο ανήλιο
Της σκοτεινής κοιλάδας κύτος,
Στο πέρας κάποιας μύχιας έκλαμψης
Οι θαυματοποιοί μοιράζουν υποσχέσεις.




............................




Naked pictures of winter
Ambiguous smiles
In the prelude of tears,
Snowfall is under the soles
Of the lonesome wolves in the frozen steppe.
In the cornice, girl of the distant plain,
Covered with lime capturing us
Like an unprecedented fear
Like an afraid horizon 
Like a horizontal sob'
This is the season that doves
Flap over bloody memories,
Which they soon deform in the foam'
They are the uninvited dooms
Common in most of the times
Gazing on us like loops,
While they measure the light.  

Weekend melts 
Like april snow,
In the wind's door
On rose's lip,
Paper guards in front, and in the back
Skeletons palled, or in other words
A price of destiny:
Dead projections of life
Dead raiments of copper
Like soulless warriors
Of all the winters we buried,
And then unburied, and after reburied them
Some place else, according our devout will.

Like an amorphous outline of a 
Matter dancing in the sunless 
Hull of the dark valley,
In the edge of some innermost flare
Miracle men share promises.



Panagiotis Xourafas







 



Thursday 12 January 2012

Ώσμωση - Osmosis

Άκκιζε χρώματα  η καρδιά
Και χαλινάρια ανάγλυφα 
Κροτάλιζε η τεθλασμένη νύχτα.
Ηταν ανήσυχη η αγκαλιά
Τής δίχωρης θάλασσας.
Ο κήπος με τα λειψοφέγγαρα
Ύψωνε φθόγγους γιασεμιών
Και σιγοτραγουδούσε
Ονειρόσπιτα από ασβέστη.
Με πρόσμενε νωπός
Ο απόηχος της ανάσας 
Τού κοριτσιού, καθώς
Ξεκούμπωνε το πέλαγος
Στη συμμετρία τού αστερία.
Με πρόσμενε το νυχτικό
Καίκι τών ματιών της, καθώς
Έπλεκε αγάπες αδυσώπητες
Στών αστεριών το παραγάδι.
Νωχελικά με πρόσμενε εκεί
Με τα φιδίσια μάτια της
Σαν μιά κλειδωμένη ανάμνηση,
Ενα αυλάκι φως στη σκοτεινή
Ώσμωση τού μέλλοντος.
Πώς έλεγε ο ποιητής* :
"Το κρεβάτι μας είναι ένα καράβι
που πάει στο αύριο χωρίς εμάς"



......................



Heart philandered colours
And repousse bridles were
Rattled by the crooked line night.
Restless was the lap
Of the two rooms sea.
The garden with imperfect moons
Raised sounds of jasmines
And softly sang 
Dreamhouses from lime.
Fresh longed for me
The overtone of breath
Of the girl , as she
Undid the pelago
In the shape of starfish.
The night boat of her eyes
Longed for me too, as it
plaited deadly loves
In the longline of stars.
Indolently she longed for me there
With her snaky eyes
Like a locked memory
A groove of light within the dark
Osmosis of the future.
And as the poet* said:
"Our bed is a ship which sails
towards tomorrow without us"

* : Τassos Livaditis 



Panagiotis Xourafas

Monday 9 January 2012

Τα Πουλιά - The Birds

Τα πουλιά δεν είχαν σβηστεί
μα ήταν τόσο διαφανή
που τα μάτια μας κουρασμένα
να κοιτάζουν τόσο πολύ
από το θολό παράθυρο
δεν τα είδαν παρά την άλλη μέρα.

...................


The birds hadn't been erased,
but they were so transparent
that our eyes weary enough
of having to look so much 
through the blurry window,
did not see them till the next day.



Roselyn König